θεόκλυτος: Difference between revisions
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui implore les dieux.<br />'''Étymologie:''' [[θεός]], [[κλύω]]. | |btext=ος, ον :<br />qui implore les dieux.<br />'''Étymologie:''' [[θεός]], [[κλύω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θεόκλῠτος:''' [[воссылаемый к богам]], [[обращенный к божеству]] (λιταί Aesch.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θεόκλῠτος:''' -ον ([[κλύω]]), αυτός που επικαλείται τους θεούς, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''θεόκλῠτος:''' -ον ([[κλύω]]), αυτός που επικαλείται τους θεούς, σε Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=θεό-κλῠτος, ον [[κλύω]]<br />[[calling]] on the gods, Aesch. | |mdlsjtxt=θεό-κλῠτος, ον [[κλύω]]<br />[[calling]] on the gods, Aesch. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:30, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, A calling on the gods, θ. λιταί A. Th.143 (lyr.). II Pass., heard by God, expl. of Ishmael, J.AJ1.10.4.
German (Pape)
[Seite 1196] Gott um Erhörung anrufend, λίται Aesch. Spt. 131. – Von Gott erhört, Ios. 1, 33.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui implore les dieux.
Étymologie: θεός, κλύω.
Russian (Dvoretsky)
θεόκλῠτος: воссылаемый к богам, обращенный к божеству (λιταί Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
θεόκλῠτος: -ον, ἐπικαλούμενος τοὺς θεούς, θ. λιταὶ Αἰσχύλ. Θήβ. 143. 2) ὁ εἰσακουσθεὶς ὑπὸ τοῦ θεοῦ, Ἰώσηπ. 1. 83.
Greek Monolingual
θεόκλυτος, -ον (Α)
1. αυτός που επικαλείται, που ικετεύει τους θεούς
2. αυτός που εισακούστηκε από τον θεό
3. αυτός που έχει θεία έμπνευση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -κλυτος (< κλύω «ακούω»), πρβλ. άκλυτος, ονομάκλυτος].
Greek Monotonic
θεόκλῠτος: -ον (κλύω), αυτός που επικαλείται τους θεούς, σε Αισχύλ.