Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

θύωμα: Difference between revisions

From LSJ

Ξενία χαλεπὴ κατὰ πολλοὺς τρόπους → Gravis res multimodis peregrinatio → Die Fremde (Gastfreundschaft) ist in vieler Hinsicht eine Last

Menander, Monostichoi, 395
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />parfum, aromate.<br />'''Étymologie:''' [[θυόω]].
|btext=ατος (τό) :<br />parfum, aromate.<br />'''Étymologie:''' [[θυόω]].
}}
{{elru
|elrutext='''θύωμα:''' ατος τό благовоние, ароматическое вещество Her., Luc.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θύωμα:''' -ατος, τό ([[θυόω]]), αυτό το οποίο καίγεται σαν [[θυμίαμα]]· στον πληθ., μπαχαρικά, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''θύωμα:''' -ατος, τό ([[θυόω]]), αυτό το οποίο καίγεται σαν [[θυμίαμα]]· στον πληθ., μπαχαρικά, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''θύωμα:''' ατος τό благовоние, ароматическое вещество Her., Luc.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[θύωμα]], ατος, τό, [[θυόω]]<br />that [[which]] is [[burnt]] as [[incense]]; in plural spices, Hdt.
|mdlsjtxt=[[θύωμα]], ατος, τό, [[θυόω]]<br />that [[which]] is [[burnt]] as [[incense]]; in plural spices, Hdt.
}}
}}

Revision as of 13:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῠωμα Medium diacritics: θύωμα Low diacritics: θύωμα Capitals: ΘΥΩΜΑ
Transliteration A: thýōma Transliteration B: thyōma Transliteration C: thyoma Beta Code: qu/wma

English (LSJ)

ατος, τό, that which is burnt as incense: pl., spices, Heraclit.67, Semon.16, Hdt.2.40,86, Luc.Syr.D.20.

German (Pape)

[Seite 1229] τό, Räucherwerk, Specerei, Her. 2, 40. 86. 3, 113, im plur.; Luc. de dea Syr. 20. 46.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
parfum, aromate.
Étymologie: θυόω.

Russian (Dvoretsky)

θύωμα: ατος τό благовоние, ароматическое вещество Her., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

θύωμα: τό, (θυόω) τὸ καιόμενον ὡς θυμίαμα· ἐν τῷ πληθ., ἀρώματα, Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 14, Ἡρόδ. 2. 40, 86.

Greek Monolingual

θύωμα, τὸ (Α) [θυώ (I)]
1. αυτό που καίγεται ως θυμίαμα, άρωμα
2. στον πληθ. τὰ θυώματα
αρώματα.

Greek Monotonic

θύωμα: -ατος, τό (θυόω), αυτό το οποίο καίγεται σαν θυμίαμα· στον πληθ., μπαχαρικά, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

θύωμα, ατος, τό, θυόω
that which is burnt as incense; in plural spices, Hdt.