κεγχρεών: Difference between revisions

From LSJ

Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick

Menander, Monostichoi, 184
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1410.png Seite 1410]] ῶνος, ὁ, die Werkstatt, wo Metall gekörnt wird, Dem. 37, 27; nach Harpocr. [[ὅπου]] τὴν ἐκ τῶν μετάλλων κέγχρον διέψυχον; vgl. B. A. 271.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1410.png Seite 1410]] ῶνος, ὁ, die Werkstatt, wo Metall gekörnt wird, Dem. 37, 27; nach Harpocr. [[ὅπου]] τὴν ἐκ τῶν μετάλλων κέγχρον διέψυχον; vgl. B. A. 271.
}}
{{elru
|elrutext='''κεγχρεών:''' ῶνος ὁ мастерская для дробления металлической руды Dem.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κεγχρεών]], ὁ (Α)<br />[[τόπος]] στην Αθήνα όπου καθάριζαν την κέγχρον, δηλ. την άμμο και τη [[σκόνη]] από τα φορτία αργύρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέγχρος]] <span style="color: red;">+</span> τοπ. κατάλ. -<i>εών</i> ([[πρβλ]]. [[ανθεών]], [[χαλκεών]])].
|mltxt=[[κεγχρεών]], ὁ (Α)<br />[[τόπος]] στην Αθήνα όπου καθάριζαν την κέγχρον, δηλ. την άμμο και τη [[σκόνη]] από τα φορτία αργύρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέγχρος]] <span style="color: red;">+</span> τοπ. κατάλ. -<i>εών</i> ([[πρβλ]]. [[ανθεών]], [[χαλκεών]])].
}}
{{elru
|elrutext='''κεγχρεών:''' ῶνος ὁ мастерская для дробления металлической руды Dem.
}}
}}

Revision as of 13:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεγχρεών Medium diacritics: κεγχρεών Low diacritics: κεγχρεών Capitals: ΚΕΓΧΡΕΩΝ
Transliteration A: kenchreṓn Transliteration B: kenchreōn Transliteration C: kegchreon Beta Code: kegxrew/n

English (LSJ)

ῶνος, ὁ, (κέγχρος) place where iron is granulated and made mallealle, Docum. ap. D.37.26.

German (Pape)

[Seite 1410] ῶνος, ὁ, die Werkstatt, wo Metall gekörnt wird, Dem. 37, 27; nach Harpocr. ὅπου τὴν ἐκ τῶν μετάλλων κέγχρον διέψυχον; vgl. B. A. 271.

Russian (Dvoretsky)

κεγχρεών: ῶνος ὁ мастерская для дробления металлической руды Dem.

Greek (Liddell-Scott)

κεγχρεών: -ῶνος, ὁ, (κέγχρος) τὸ καθαριστήριον, ὅπου τὴν ἐκ τῶν μετάλλων κέγχρον διέψυχον, τόπος Ἀθήνησιν ἔνθα ἐκαθαίρετο ἡ ἀργυρῖτις κέγχρος καὶ ἡ ἄμμος ἡ ἀπὸ τῶν ἀργυρείων ἀναφερομένη, Β. Ἀν. 271. 23, Δημ. 974. 16· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 167.

Greek Monolingual

κεγχρεών, ὁ (Α)
τόπος στην Αθήνα όπου καθάριζαν την κέγχρον, δηλ. την άμμο και τη σκόνη από τα φορτία αργύρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέγχρος + τοπ. κατάλ. -εών (πρβλ. ανθεών, χαλκεών)].