καλλιπέδιλος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔστιν τὸ τολμᾶν, ὦ φίλ', ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → Amice, non sapientis es res temeritasLeichtsinn, mein Freund, passt nicht zu einem weisen Mann

Menander, Monostichoi, 175
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />aux belles sandales, aux belles chaussures.<br />'''Étymologie:''' [[καλός]], [[πέδιλον]].
|btext=ος, ον :<br />aux belles sandales, aux belles chaussures.<br />'''Étymologie:''' [[καλός]], [[πέδιλον]].
}}
{{elru
|elrutext='''καλλῐπέδῑλος:''' [[обутый в красивые сандалии]] ([[Μαιάς]] HH).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καλλιπέδῑλος:''' ὁ, ἡ ([[πέδιλον]]), αυτός που φοράει όμορφα σανδάλια, σε Ομηρ. Ύμν.
|lsmtext='''καλλιπέδῑλος:''' ὁ, ἡ ([[πέδιλον]]), αυτός που φοράει όμορφα σανδάλια, σε Ομηρ. Ύμν.
}}
{{elru
|elrutext='''καλλῐπέδῑλος:''' [[обутый в красивые сандалии]] ([[Μαιάς]] HH).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[καλλι]]-πέδῑλος, ὁ, ἡ, [[πέδιλον]]<br />with [[beautiful]] sandals, Hhymn.
|mdlsjtxt=[[καλλι]]-πέδῑλος, ὁ, ἡ, [[πέδιλον]]<br />with [[beautiful]] sandals, Hhymn.
}}
}}

Revision as of 13:49, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλῐπέδῑλος Medium diacritics: καλλιπέδιλος Low diacritics: καλλιπέδιλος Capitals: ΚΑΛΛΙΠΕΔΙΛΟΣ
Transliteration A: kallipédilos Transliteration B: kallipedilos Transliteration C: kallipedilos Beta Code: kallipe/dilos

English (LSJ)

ὁ, ἡ, with beautiful sandals, h.Merc.57.

German (Pape)

[Seite 1310] mit schönen Sohlen, H. h. Merc. 57.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux belles sandales, aux belles chaussures.
Étymologie: καλός, πέδιλον.

Russian (Dvoretsky)

καλλῐπέδῑλος: обутый в красивые сандалии (Μαιάς HH).

Greek (Liddell-Scott)

καλλιπέδῑλος: ὁ, ἡ, ἔχων, φορῶν καλὰ πέδιλα, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 57.

Greek Monolingual

καλλιπέδιλος, -ον (Α)
αυτός που φορά ωραία πέδιλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -πέδιλος (< πέδιλον), πρβλ. αβροπέδιλος, χρυσοπέδιλος].

Greek Monotonic

καλλιπέδῑλος: ὁ, ἡ (πέδιλον), αυτός που φοράει όμορφα σανδάλια, σε Ομηρ. Ύμν.

Middle Liddell

καλλι-πέδῑλος, ὁ, ἡ, πέδιλον
with beautiful sandals, Hhymn.