λοφιήτης: Difference between revisions
From LSJ
Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → There are many wondrous things in this world, but none more wondrous than humans
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />qui habite les collines (Pan).<br />'''Étymologie:''' [[λοφιά]]. | |btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />qui habite les collines (Pan).<br />'''Étymologie:''' [[λοφιά]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λοφιήτης:''' ου ὁ обитатель холмов (эпитет Пана) Anth. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λοφῐήτης:''' -ου, ὁ, αυτός που κατοικεί στους λόφους, λέγεται για τον Πάνα, σε Ανθ. | |lsmtext='''λοφῐήτης:''' -ου, ὁ, αυτός που κατοικεί στους λόφους, λέγεται για τον Πάνα, σε Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[λοφιήτης]], ου, ὁ, [from [[λοφιά]]<br />a [[dweller]] on the hills, of Pan, Anth. | |mdlsjtxt=[[λοφιήτης]], ου, ὁ, [from [[λοφιά]]<br />a [[dweller]] on the hills, of Pan, Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:00, 3 October 2022
English (LSJ)
ου, ὁ, dweller on the hills, epithet of Pan, formed like πολιήτης, AP6.79 (Agath.).
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
qui habite les collines (Pan).
Étymologie: λοφιά.
Russian (Dvoretsky)
λοφιήτης: ου ὁ обитатель холмов (эпитет Пана) Anth.
Greek (Liddell-Scott)
λοφιήτης: -ου, ὁ, (λόφος) ὁ κατοικῶν ἐπὶ τῶν λόφων, ἐπίθετ. τοῦ Πανός, ἐσχηματισμένον κατὰ τὸ ὀφιήτης, πολιήτης, κτλ., Ἀνθ. Π. 6. 79.
Greek Monolingual
λοφιήτης, ὁ (Α)
(για τον Πάνα) αυτός που κατοικεί στους λόφους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόφος, πιθ. κατά το πολιήτης.
Greek Monotonic
λοφῐήτης: -ου, ὁ, αυτός που κατοικεί στους λόφους, λέγεται για τον Πάνα, σε Ανθ.
Middle Liddell
λοφιήτης, ου, ὁ, [from λοφιά
a dweller on the hills, of Pan, Anth.