λοφιήτης: Difference between revisions

From LSJ

Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → There are many wondrous things in this world, but none more wondrous than humans

Sophocles, Antigone, 332-3
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />qui habite les collines (Pan).<br />'''Étymologie:''' [[λοφιά]].
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />qui habite les collines (Pan).<br />'''Étymologie:''' [[λοφιά]].
}}
{{elru
|elrutext='''λοφιήτης:''' ου ὁ обитатель холмов (эпитет Пана) Anth.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λοφῐήτης:''' -ου, ὁ, αυτός που κατοικεί στους λόφους, λέγεται για τον Πάνα, σε Ανθ.
|lsmtext='''λοφῐήτης:''' -ου, ὁ, αυτός που κατοικεί στους λόφους, λέγεται για τον Πάνα, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''λοφιήτης:''' ου ὁ обитатель холмов (эпитет Пана) Anth.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[λοφιήτης]], ου, ὁ, [from [[λοφιά]]<br />a [[dweller]] on the hills, of Pan, Anth.
|mdlsjtxt=[[λοφιήτης]], ου, ὁ, [from [[λοφιά]]<br />a [[dweller]] on the hills, of Pan, Anth.
}}
}}

Revision as of 14:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοφῐήτης Medium diacritics: λοφιήτης Low diacritics: λοφιήτης Capitals: ΛΟΦΙΗΤΗΣ
Transliteration A: lophiḗtēs Transliteration B: lophiētēs Transliteration C: lofiitis Beta Code: lofih/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, dweller on the hills, epithet of Pan, formed like πολιήτης, AP6.79 (Agath.).

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui habite les collines (Pan).
Étymologie: λοφιά.

Russian (Dvoretsky)

λοφιήτης: ου ὁ обитатель холмов (эпитет Пана) Anth.

Greek (Liddell-Scott)

λοφιήτης: -ου, ὁ, (λόφος) ὁ κατοικῶν ἐπὶ τῶν λόφων, ἐπίθετ. τοῦ Πανός, ἐσχηματισμένον κατὰ τὸ ὀφιήτης, πολιήτης, κτλ., Ἀνθ. Π. 6. 79.

Greek Monolingual

λοφιήτης, ὁ (Α)
(για τον Πάνα) αυτός που κατοικεί στους λόφους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόφος, πιθ. κατά το πολιήτης.

Greek Monotonic

λοφῐήτης: -ου, ὁ, αυτός που κατοικεί στους λόφους, λέγεται για τον Πάνα, σε Ανθ.

Middle Liddell

λοφιήτης, ου, ὁ, [from λοφιά
a dweller on the hills, of Pan, Anth.