λιγύπνοιος: Difference between revisions

From LSJ

ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0043.png Seite 43]] = Vorigem, ἄνεμοι, H. h. Apoll. 28. S. das Folgde.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0043.png Seite 43]] = Vorigem, ἄνεμοι, H. h. Apoll. 28. S. das Folgde.
}}
{{elru
|elrutext='''λῐγύπνοιος:''' HH = [[λιγυπνείων]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λῐγύπνοιος:''' -ον ([[πνοιή]]), = το προηγ., σε Ομηρ. Ύμν.
|lsmtext='''λῐγύπνοιος:''' -ον ([[πνοιή]]), = το προηγ., σε Ομηρ. Ύμν.
}}
{{elru
|elrutext='''λῐγύπνοιος:''' HH = [[λιγυπνείων]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λῐγύ-πνοιος, ον [[πνοιή]] = λῐγυπνείων, Hhymn.]
|mdlsjtxt=λῐγύ-πνοιος, ον [[πνοιή]] = λῐγυπνείων, Hhymn.]
}}
}}

Revision as of 14:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐγῠπνοιος Medium diacritics: λιγύπνοιος Low diacritics: λιγύπνοιος Capitals: ΛΙΓΥΠΝΟΙΟΣ
Transliteration A: ligýpnoios Transliteration B: ligypnoios Transliteration C: ligypnoios Beta Code: ligu/pnoios

English (LSJ)

ον, shrill-blowing, whistling, ἄνεμοι h.Ap.28.

German (Pape)

[Seite 43] = Vorigem, ἄνεμοι, H. h. Apoll. 28. S. das Folgde.

Russian (Dvoretsky)

λῐγύπνοιος: HH = λιγυπνείων.

Greek (Liddell-Scott)

λῐγύπνοιος: -ον, (πνοὴ) = τῷ προηγ., Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 28.

Greek Monolingual

λιγύπνοιος και λιγύπνοος, -οον και λιγύπνους, -ουν (Α)
(για άνεμο) αυτός που πνέει με διαπεραστικό ήχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιγύς «οξύς, δυνατός» + -πνοιος / -πνους (< πνοιά / πνοή), πρβλ. δίπνοιος / θεόπνους].

Greek Monotonic

λῐγύπνοιος: -ον (πνοιή), = το προηγ., σε Ομηρ. Ύμν.

Middle Liddell

λῐγύ-πνοιος, ον πνοιή = λῐγυπνείων, Hhymn.]