μάρπτις: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid

Menander, Monostichoi, 304-305
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ιος (ὁ) :<br />ravisseur.<br />'''Étymologie:''' [[μάρπτω]].
|btext=ιος (ὁ) :<br />ravisseur.<br />'''Étymologie:''' [[μάρπτω]].
}}
{{elru
|elrutext='''μάρπτις:''' ιος ὁ похититель, хищник Aesch.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μάρπτις]], -ιος, ὁ (Α)<br />αυτός που αρπάζει [[κάτι]] βίαια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μάρπτω]] (για το [[επίθημα]] -<i>τις</i> της λ. <b>βλ.</b> και [[μάντις]])].
|mltxt=[[μάρπτις]], -ιος, ὁ (Α)<br />αυτός που αρπάζει [[κάτι]] βίαια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μάρπτω]] (για το [[επίθημα]] -<i>τις</i> της λ. <b>βλ.</b> και [[μάντις]])].
}}
{{elru
|elrutext='''μάρπτις:''' ιος ὁ похититель, хищник Aesch.
}}
}}

Revision as of 14:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μάρπτις Medium diacritics: μάρπτις Low diacritics: μάρπτις Capitals: ΜΑΡΠΤΙΣ
Transliteration A: márptis Transliteration B: marptis Transliteration C: marptis Beta Code: ma/rptis

English (LSJ)

ὁ, seizer, ravisher, A.Supp.826 (lyr.); μάρπτυς (sic): ὑβριστής, Hsch.

German (Pape)

[Seite 96] ὁ, der Räuber, der gewaltsam ergreift, Aesch. Suppl. 806. Bei Hesych. steht falsch μαρπτός, ὑβριστής, sollte μαρπτής heißen.

French (Bailly abrégé)

ιος (ὁ) :
ravisseur.
Étymologie: μάρπτω.

Russian (Dvoretsky)

μάρπτις: ιος ὁ похититель, хищник Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

μάρπτις: -ιος, ὁ, ὁ βιαίως μάρπτων, ἁρπάζων, ἅρπαξ, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 826· ― Καθ’ Ἡσύχ. «μάρπτις· ὑβριστής»· πρότερον ἐγράφετο ἡμαρτημένως: μάρπτυς ἢ μαρπτύς.

Greek Monolingual

μάρπτις, -ιος, ὁ (Α)
αυτός που αρπάζει κάτι βίαια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάρπτω (για το επίθημα -τις της λ. βλ. και μάντις)].