Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μήρυμα: Difference between revisions

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>mieux que</i> [[μήρυγμα]];<br />ατος (τό) :<br />déroulement des fils d'une trame.<br />'''Étymologie:''' [[μηρύω]].
|btext=<i>mieux que</i> [[μήρυγμα]];<br />ατος (τό) :<br />déroulement des fils d'une trame.<br />'''Étymologie:''' [[μηρύω]].
}}
{{elru
|elrutext='''μήρῡμα:''' и [[μήρυγμα]], ατος τό нить, волокно (μηρύματα λίθων [[μαλακά]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[μήρυμα]] και [[μήρυσμα]] και [[μήρυγμα]]) [[μηρύομαι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (γενικά) το [[τύλιγμα]] καινούργιου σχοινιού, όπως αυτό συσκευάζεται και εμφανίζεται στο [[εμπόριο]]<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> [[σπείρωμα]] καινούργιου λεπτού σχοινιού, μήκους 80 ώς 120 οργιές<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καθετί]] το συνεστραμμένο και [[ιδίως]] το [[σπείρωμα]] χορδής<br /><b>2.</b> [[δέμα]] συνεστραμμένων χορδών<br /><b>3.</b> νήματα πλεγμένα ή περιεστραμμένα, κλωστές<br /><b>4.</b> [[νηματοειδής]] [[διάταξη]] ύλης<br /><b>5.</b> [[σχοινιά]] πλοίου<br /><b>6.</b> [[έμβολο]] σχοινιού<br /><b>7.</b> [[σπείρα]] φιδιού<br /><b>8.</b> (για χρόνο) [[έκταση]], [[μήκος]].
|mltxt=το (Α [[μήρυμα]] και [[μήρυσμα]] και [[μήρυγμα]]) [[μηρύομαι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (γενικά) το [[τύλιγμα]] καινούργιου σχοινιού, όπως αυτό συσκευάζεται και εμφανίζεται στο [[εμπόριο]]<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> [[σπείρωμα]] καινούργιου λεπτού σχοινιού, μήκους 80 ώς 120 οργιές<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καθετί]] το συνεστραμμένο και [[ιδίως]] το [[σπείρωμα]] χορδής<br /><b>2.</b> [[δέμα]] συνεστραμμένων χορδών<br /><b>3.</b> νήματα πλεγμένα ή περιεστραμμένα, κλωστές<br /><b>4.</b> [[νηματοειδής]] [[διάταξη]] ύλης<br /><b>5.</b> [[σχοινιά]] πλοίου<br /><b>6.</b> [[έμβολο]] σχοινιού<br /><b>7.</b> [[σπείρα]] φιδιού<br /><b>8.</b> (για χρόνο) [[έκταση]], [[μήκος]].
}}
{{elru
|elrutext='''μήρῡμα:''' и [[μήρυγμα]], ατος τό нить, волокно (μηρύματα λίθων [[μαλακά]] Plut.).
}}
}}

Revision as of 14:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μήρῡμα Medium diacritics: μήρυμα Low diacritics: μήρυμα Capitals: ΜΗΡΥΜΑ
Transliteration A: mḗryma Transliteration B: mēryma Transliteration C: miryma Beta Code: mh/ruma

English (LSJ)

ατος, τό, A that which is drawn out: strand of gut, Ph.Bel. 65.33; skein of such strands, Hero Bel.81.14; thread, Poll.7.29; μηρύματα λίθων, of fibrous stone, Plu.2.434a; of bitumen, J.BJ4.8.4; of ship's cordage, Plu.Cic.47; μ. ἐρίου Dem.Ophth. ap. Aët.7.53; kink in a string, Hero Aut.2.11. II a serpent's coil or trail, δολιχῷ μ. γαστρός Nic.Th.160, 265 (μηρύγματι codd., cf. Hsch., Cyr.).

German (Pape)

[Seite 178] τό, = μήρυγμα, bessere Form, s. Lob. parall. 433; Poll. 7, 29; Plut. def. or. 43; Schol. Soph. Tr. 597 erkl. so κάταγμα οἰός.

French (Bailly abrégé)

mieux que μήρυγμα;
ατος (τό) :
déroulement des fils d'une trame.
Étymologie: μηρύω.

Russian (Dvoretsky)

μήρῡμα: и μήρυγμα, ατος τό нить, волокно (μηρύματα λίθων μαλακά Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

μήρῡμα: τό, κεκλωσμένον πρᾶγμα, κλωστή, Πολυδ. Ζ΄, 29· ἐπὶ ἰνώδους λίθου, Πλούτ. 2. 434Α. II. ὡς τὸ Λατ. tractus, volumen, ἡ σπεῖρα τοῦ ὄφεως, δολιχῷ μ. γαστρὸς Νικ. Θηρ. 163, 265, - ὡς γράφει ὁ Λοβέκ. ἐν Παραλ. 433 ἀντὶ τῆς γραφῆς μήρυγμα.

Greek Monolingual

το (Α μήρυμα και μήρυσμα και μήρυγμα) μηρύομαι
νεοελλ.
1. (γενικά) το τύλιγμα καινούργιου σχοινιού, όπως αυτό συσκευάζεται και εμφανίζεται στο εμπόριο
2. ναυτ. σπείρωμα καινούργιου λεπτού σχοινιού, μήκους 80 ώς 120 οργιές
αρχ.
1. καθετί το συνεστραμμένο και ιδίως το σπείρωμα χορδής
2. δέμα συνεστραμμένων χορδών
3. νήματα πλεγμένα ή περιεστραμμένα, κλωστές
4. νηματοειδής διάταξη ύλης
5. σχοινιά πλοίου
6. έμβολο σχοινιού
7. σπείρα φιδιού
8. (για χρόνο) έκταση, μήκος.