μετάθετος: Difference between revisions

From LSJ

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → Maeroris unica medicina oratio → für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort

Menander, Monostichoi, 326
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0146.png Seite 146]] umgestellt, versetzt, verändert, Sp.; – veränderlich, ἡ [[τύχη]], Pol. 15, 6, 8.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0146.png Seite 146]] umgestellt, versetzt, verändert, Sp.; – veränderlich, ἡ [[τύχη]], Pol. 15, 6, 8.
}}
{{elru
|elrutext='''μετάθετος:''' [[изменчивый]], [[переменчивый]] (ἡ [[τύχη]] Polyb.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μετάθετος]], -ον (Α) [[μετατίθημι]]<br />αυτός που μεταβάλλεται εύκολα, [[ευμετάβολος]] («[[μεταθετός]] ἐστιν ἡ [[τύχη]]», <b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετα</i> <span style="color: red;">+</span> [[θετός]], με αναβιβασμό του τόνου λόγω συνθέσεως].
|mltxt=[[μετάθετος]], -ον (Α) [[μετατίθημι]]<br />αυτός που μεταβάλλεται εύκολα, [[ευμετάβολος]] («[[μεταθετός]] ἐστιν ἡ [[τύχη]]», <b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετα</i> <span style="color: red;">+</span> [[θετός]], με αναβιβασμό του τόνου λόγω συνθέσεως].
}}
{{elru
|elrutext='''μετάθετος:''' [[изменчивый]], [[переменчивый]] (ἡ [[τύχη]] Polyb.).
}}
}}

Revision as of 14:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταδρόμθετος Medium diacritics: μετάθετος Low diacritics: μετάθετος Capitals: ΜΕΤΑΘΕΤΟΣ
Transliteration A: metáthetos Transliteration B: metathetos Transliteration C: metathetos Beta Code: metadro/mqetos

English (LSJ)

ον, changed: changeable, τύχη Plb.15.6.8 (sed leg. εὐμεταθ-).

German (Pape)

[Seite 146] umgestellt, versetzt, verändert, Sp.; – veränderlich, ἡ τύχη, Pol. 15, 6, 8.

Russian (Dvoretsky)

μετάθετος: изменчивый, переменчивый (ἡ τύχη Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

μετάθετος: -ον, μεταβαλλόμενος, εὐμετάβολος, τύχη Πολύβ. 15. 6, 8.

Greek Monolingual

μετάθετος, -ον (Α) μετατίθημι
αυτός που μεταβάλλεται εύκολα, ευμετάβολοςμεταθετός ἐστιν ἡ τύχη», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετα + θετός, με αναβιβασμό του τόνου λόγω συνθέσεως].