μετάβολος: Difference between revisions
Ἐπηγγείλατο εἰς ἐπανόρθωσιν τῆς πόλεως διὰ τὸ εἶναι ευσεβεστάτη καὶ κηδεμονικὴ. → She pledged herself to the reconstruction of the city because of her being most pious and dutiful.
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />changeant, inconstant.<br />'''Étymologie:''' [[μεταβάλλω]]. | |btext=ος, ον :<br />changeant, inconstant.<br />'''Étymologie:''' [[μεταβάλλω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μετάβολος:''' [[подверженный изменениям]], [[изменчивый]] ([[ἄνθρωπος]] Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μετάβολος]], -ον (ΑM)<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μετάβολον</i><br />[[αντίγραφο]]|| <b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μεταβλητός]], [[ευμετάβλητος]] («δυοῑν ὑποκειμένων φύσεων, τῆς μὲν αἰσθητῆς ἐν γενέσει καὶ φθορᾷ μεταβόλου καὶ φορητῆς [[ἄλλοτε]] [[ἄλλως]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που πωλεί λειανικά (α. «ἱματιοπῶλαι μετάβολον» β. «μεταβόλων ἁλιέων»)<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[μετάβολος]]<br />[[μεταπράτης]], [[μεταπωλητής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βολος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), [[πρβλ]]. [[κατά]]-<i>βολος</i>, [[παρά]]-<i>βολος</i>]. | |mltxt=[[μετάβολος]], -ον (ΑM)<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μετάβολον</i><br />[[αντίγραφο]]|| <b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μεταβλητός]], [[ευμετάβλητος]] («δυοῑν ὑποκειμένων φύσεων, τῆς μὲν αἰσθητῆς ἐν γενέσει καὶ φθορᾷ μεταβόλου καὶ φορητῆς [[ἄλλοτε]] [[ἄλλως]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που πωλεί λειανικά (α. «ἱματιοπῶλαι μετάβολον» β. «μεταβόλων ἁλιέων»)<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[μετάβολος]]<br />[[μεταπράτης]], [[μεταπωλητής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βολος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), [[πρβλ]]. [[κατά]]-<i>βολος</i>, [[παρά]]-<i>βολος</i>]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:30, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, A changeable, Plu.2.428b, Ptol.Tetr.96. II as substantive, = μεταβολεύς 1, huckster, retail dealer, opp. ἔμπορος, GDI iv p.876 (Chios, prob. from Erythrae, iv B. C.), cf. PRev.Laws 48.3 (iii B. C.), LXX Is.23.2,3, PTeb.116.20 (ii B. C.), Sch.Ar.Pax446; τοὶ μ. τοὶ ἐν τοῖς ἰχθύσιν SIG1000.21 (Cos, i B. C.): as adjective, ἱματιοπῶλαι μ. retail clothes-dealers, OGI629.83 (Palmyra, ii A. D.); μ. ἁλιεῖς Ostr.1449 (ii A. D.).
German (Pape)
[Seite 145] veränderlich, καὶ παντοδαπὸς ἄνθρωπος, Plut. de amic. mult. g. E.; nach Schol. Ar. Nubb. 1180 auch = προτένθης. – Auch = μεταβολεύς, Höker, E. M.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
changeant, inconstant.
Étymologie: μεταβάλλω.
Russian (Dvoretsky)
μετάβολος: подверженный изменениям, изменчивый (ἄνθρωπος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
μετάβολος: -ον, εὐμετάβολος, μεταβλητός, Πλούτ. 2. 428Β. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. = μεταβολεύς, μεταπράτης, ἔμπορος, Ἑβδ. (Ἰσαί. ΛΓ΄, 2, 3)· πρβλ. Λοβεκ. Φρύν. 315. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «μετάβολοι· πραγματευταί».
Greek Monolingual
μετάβολος, -ον (ΑM)
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ μετάβολον
αντίγραφο