μετεωροσοφιστής: Difference between revisions
From LSJ
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />sophiste qui se perd dans les nues.<br />'''Étymologie:''' [[μετέωρος]], [[σοφιστής]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br />sophiste qui se perd dans les nues.<br />'''Étymologie:''' [[μετέωρος]], [[σοφιστής]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μετεωροσοφιστής:''' οῦ ὁ софист-звездочет Arph. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μετεωροσοφιστής:''' ὁ, [[σοφιστής]] που ασχολείται με την [[αστρολογία]], τα μετεωρολογικά φαινόμενα, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''μετεωροσοφιστής:''' ὁ, [[σοφιστής]] που ασχολείται με την [[αστρολογία]], τα μετεωρολογικά φαινόμενα, σε Αριστοφ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=μετεωρο-[[σοφιστής]], οῦ, ὁ,<br />an astrological [[sophist]], Ar. | |mdlsjtxt=μετεωρο-[[σοφιστής]], οῦ, ὁ,<br />an astrological [[sophist]], Ar. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:35, 3 October 2022
English (LSJ)
οῦ, ὁ, astronomical sophist, Ar.Nu.360.
German (Pape)
[Seite 160] ὁ, ein Sophist, der sich mit Beobachtung der Himmels- u. Lufterscheinungen abgiebt, Ar. Nubb. 360.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
sophiste qui se perd dans les nues.
Étymologie: μετέωρος, σοφιστής.
Russian (Dvoretsky)
μετεωροσοφιστής: οῦ ὁ софист-звездочет Arph.
Greek (Liddell-Scott)
μετεωροσοφιστής: ὁ, ἀστρολόγος σοφιστής, σοφιστὴς περὶ τὰ μετέωρα ἀσχολούμενος, Ἀριστοφ. Νεφ. 360.
Greek Monolingual
μετεωροσοφιστής, ὁ (Α)
σοφιστής που ασχολείται με τα μετέωρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετέωρον + σοφιστής.
Greek Monotonic
μετεωροσοφιστής: ὁ, σοφιστής που ασχολείται με την αστρολογία, τα μετεωρολογικά φαινόμενα, σε Αριστοφ.