μινυρός: Difference between revisions
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ά, όν :<br />qui murmure d'une voix plaintive, qui gémit doucement.<br />'''Étymologie:''' [[μινύθω]]. | |btext=ά, όν :<br />qui murmure d'une voix plaintive, qui gémit doucement.<br />'''Étymologie:''' [[μινύθω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μῐνῠρός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[издающий писк или пискливый]] (ὀρτάλιχοι Theocr.);<br /><b class="num">2)</b> [[жалобный]]: μινυρὰ θρέεσθαι Aesch. жалобно стонать. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μῐνῠρός:''' -ά, -όν, αυτός που παραπονιέται χαμηλόφωνα, που μουρμουρίζει, κλαψουρίζει, σε Θεόκρ.· <i>μινυρὰ θρέεσθαι = μινυρίζειν</i>, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''μῐνῠρός:''' -ά, -όν, αυτός που παραπονιέται χαμηλόφωνα, που μουρμουρίζει, κλαψουρίζει, σε Θεόκρ.· <i>μινυρὰ θρέεσθαι = μινυρίζειν</i>, σε Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=μῐνῠρός, ή, όν<br />[[complaining]] in a [[low]] [[tone]], [[whining]], [[whimpering]], Theocr.; μινυρὰ θρέεσθαι = μινυρίζειν, Aesch. | |mdlsjtxt=μῐνῠρός, ή, όν<br />[[complaining]] in a [[low]] [[tone]], [[whining]], [[whimpering]], Theocr.; μινυρὰ θρέεσθαι = μινυρίζειν, Aesch. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:35, 3 October 2022
English (LSJ)
[ῠ], μινυρά, μινυρόν,
A complaining in a low tone, whining, whimpering, μ. ὑπερσοφιστής Phryn.Com.69; of young birds, twittering, chirping, Theoc.13.12; μινυρὰ θρέεσθαι, = μινυρίζειν, A.Ag.1165 (lyr.).
II = μικρός, Hsch.
German (Pape)
[Seite 188] (vgl. κινυρός), wimmernd, winselnd, übh. von jedem leisen, schwachen Tone; μινυρὰ θρεομένας, Aesch. Ag. 1137; ὀρτάλιχοι μινυροί, Theocr. 13, 12; den Lampros nennt Phryn. bei Ath. II, 44 d μινυρὸς ὑπερσοφιστής, neben andern Bezeichnungen eines schlechten Dichters.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
qui murmure d'une voix plaintive, qui gémit doucement.
Étymologie: μινύθω.
Russian (Dvoretsky)
μῐνῠρός:
1) издающий писк или пискливый (ὀρτάλιχοι Theocr.);
2) жалобный: μινυρὰ θρέεσθαι Aesch. жалобно стонать.
Greek (Liddell-Scott)
μῐνῠρός: -ά, -όν, ὁ χαμηλοφώνως παραπονούμενος, ὁ λεπτῇ φωνῇ θρηνῶν, μ. ὑπερσοφιστὴς Φρύνιχ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 1· ἐπὶ μικρῶν πτηνῶν, Θεόκρ. 13. 12· μινυρὰ θρέεσθαι = μινυρίζειν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1165· πρβλ. κινυρός. (Ἴδε ἐν λέξ. μινύθω).
Greek Monolingual
μινυρός, -ά, -όν (Α)
1. αυτός που θρηνεί ή τραγουδά με λεπτή και αδύναμη φωνή
2. (για τους νεοσσούς τών πτηνών) αυτός που τερετίζει
3. (κατά τον Ησύχ.) «μικρός».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. μινυρίζω.
Greek Monotonic
μῐνῠρός: -ά, -όν, αυτός που παραπονιέται χαμηλόφωνα, που μουρμουρίζει, κλαψουρίζει, σε Θεόκρ.· μινυρὰ θρέεσθαι = μινυρίζειν, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
μῐνῠρός, ή, όν
complaining in a low tone, whining, whimpering, Theocr.; μινυρὰ θρέεσθαι = μινυρίζειν, Aesch.