μωρολόγος: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht

Menander, Monostichoi, 118
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui tient un langage insensé.<br />'''Étymologie:''' [[μωρός]], [[λέγω]]³.
|btext=ος, ον :<br />qui tient un langage insensé.<br />'''Étymologie:''' [[μωρός]], [[λέγω]]³.
}}
{{elru
|elrutext='''μωρολόγος:''' [[говорящий глупости]] Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μωρολόγος:''' -ον, αυτός που μιλάει και λέει ανοησίες, σε Αριστ.
|lsmtext='''μωρολόγος:''' -ον, αυτός που μιλάει και λέει ανοησίες, σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''μωρολόγος:''' [[говорящий глупости]] Arst.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μωρο-[[λόγος]], ον<br />[[speaking]] [[foolishly]], Arist.
|mdlsjtxt=μωρο-[[λόγος]], ον<br />[[speaking]] [[foolishly]], Arist.
}}
}}

Revision as of 14:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μωρολόγος Medium diacritics: μωρολόγος Low diacritics: μωρολόγος Capitals: ΜΩΡΟΛΟΓΟΣ
Transliteration A: mōrológos Transliteration B: mōrologos Transliteration C: morologos Beta Code: mwrolo/gos

English (LSJ)

(parox.), ον, speaking foolishly, Arist.Phgn.810b15, Man.4.446.

German (Pape)

[Seite 226] einfältig, dumm redend, Maneth. 4, 446.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tient un langage insensé.
Étymologie: μωρός, λέγω³.

Russian (Dvoretsky)

μωρολόγος: говорящий глупости Arst.

Greek (Liddell-Scott)

μωρολόγος: -ον, ὁ ἀνοήτως, μωρῶς ὁμιλῶν, ὁ μωρὰ λέγων, Ἀριστ. Φυσιογν. 6, 9, Μανέθων 4. 446.

Greek Monolingual

-α, -ο (ΑΜ μωρολόγος, -ον, Μ και μωρόλογος, -η, -ον)
αυτός που λέει μωρίες, ανοησίες («ὅσοι δὲ ἐκ τῶν πλευρῶν περίογκοί εἰσιν, οἷον πεφυσημένοι, λάλοι καί μωρολόγοι», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μωρ(ο)- (< μωρός) + -λόγος].

Greek Monotonic

μωρολόγος: -ον, αυτός που μιλάει και λέει ανοησίες, σε Αριστ.

Middle Liddell

μωρο-λόγος, ον
speaking foolishly, Arist.