μυριόμορφος: Difference between revisions

From LSJ

παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui revêt mille formes.<br />'''Étymologie:''' [[μυρίοι]], [[μορφή]].
|btext=ος, ον :<br />qui revêt mille formes.<br />'''Étymologie:''' [[μυρίοι]], [[μορφή]].
}}
{{elru
|elrutext='''μῡριόμορφος:''' [[принимающий бесчисленное множество форм]] ([[Διόνυσος]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μῡριόμορφος:''' -ον ([[μορφή]]), αυτός που έχει αναρίθμητες μορφές (λέγεται για τον Απόλλωνα), σε Ανθ.
|lsmtext='''μῡριόμορφος:''' -ον ([[μορφή]]), αυτός που έχει αναρίθμητες μορφές (λέγεται για τον Απόλλωνα), σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''μῡριόμορφος:''' [[принимающий бесчисленное множество форм]] ([[Διόνυσος]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μῡριό-μορφος, ον [[μορφή]]<br />of [[countless]] shapes, Anth.
|mdlsjtxt=μῡριό-μορφος, ον [[μορφή]]<br />of [[countless]] shapes, Anth.
}}
}}

Revision as of 14:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῡρῐόμορφος Medium diacritics: μυριόμορφος Low diacritics: μυριόμορφος Capitals: ΜΥΡΙΟΜΟΡΦΟΣ
Transliteration A: myriómorphos Transliteration B: myriomorphos Transliteration C: myriomorfos Beta Code: murio/morfos

English (LSJ)

ον, A of countless shapes, of Dionysus, AP9.524.13; of Apollo, ib.525.13; of Isis, APl.4.264. II μυριόμορφον, τό, = Ἀχίλλειος, Ps.-Dsc.4.36.

German (Pape)

[Seite 219] unendlich vielgestaltig; so heißen Apollo und Dionysus, Hymn. (IX, 3, 524 u. 525, 13); Isis, Ep. ad. 271 (Plan. 264).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui revêt mille formes.
Étymologie: μυρίοι, μορφή.

Russian (Dvoretsky)

μῡριόμορφος: принимающий бесчисленное множество форм (Διόνυσος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

μῡριόμορφος: -ον, ὁ ἔχων ἀναριθμήτους μορφάς, ἐπὶ τοῦ Ἀπόλλωνος, κτλ., Ἀνθ. Π. 9. 525, 13: ― τὸ μυριόμορφον, ὄνομα τοῦ φυτοῦ ἀχιλλείου, Διοσκ. (ἐκ τῶν Νόθων) 4. 36.

Greek Monolingual

μυριόμορφος, -ον (Α)
1. (για τον Διόνυσο και για τον Απόλλωνα) αυτός που έχει ή που παίρνει αναρίθμητες μορφές
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μυριόμορφον
το φυτό αχίλλεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)- + -μορφος (< μορφή)].

Greek Monotonic

μῡριόμορφος: -ον (μορφή), αυτός που έχει αναρίθμητες μορφές (λέγεται για τον Απόλλωνα), σε Ανθ.

Middle Liddell

μῡριό-μορφος, ον μορφή
of countless shapes, Anth.