νεόκμητος: Difference between revisions

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> récemment travaillé ; récent;<br /><b>2</b> qui vient d'être tué.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[κάμνω]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> récemment travaillé ; récent;<br /><b>2</b> qui vient d'être tué.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[κάμνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''νεόκμητος:''' Eur. = [[νεόδμητος]] I, 1.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νεόκμητος:''' -ον ([[κάμνω]]), αυτός που πρόσφατα έγινε [[αντικείμενο]] επεξεργασίας· αυτός που φονεύτηκε [[πριν]] λίγο, σε Ευρ.
|lsmtext='''νεόκμητος:''' -ον ([[κάμνω]]), αυτός που πρόσφατα έγινε [[αντικείμενο]] επεξεργασίας· αυτός που φονεύτηκε [[πριν]] λίγο, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''νεόκμητος:''' Eur. = [[νεόδμητος]] I, 1.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=νεό-κμητος, ον [[κάμνω]]<br />[[just]] [[slain]], Eur.
|mdlsjtxt=νεό-κμητος, ον [[κάμνω]]<br />[[just]] [[slain]], Eur.
}}
}}

Revision as of 14:50, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεόκμητος Medium diacritics: νεόκμητος Low diacritics: νεόκμητος Capitals: ΝΕΟΚΜΗΤΟΣ
Transliteration A: neókmētos Transliteration B: neokmētos Transliteration C: neokmitos Beta Code: neo/kmhtos

English (LSJ)

ον, (κάμνω) A newly wrought, Nic.Th.498. II just slain, v.l. for νεόδμητος, E.Rh.887 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 242] neu, frisch gearbeitet, gemacht, Nic. Ther. 498. S. auch νεόδμητος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 récemment travaillé ; récent;
2 qui vient d'être tué.
Étymologie: νέος, κάμνω.

Russian (Dvoretsky)

νεόκμητος: Eur. = νεόδμητος I, 1.

Greek (Liddell-Scott)

νεόκμητος: -ον, (κάμνω) ὁ νεωστὶ εἰργασμένος, Νικ. Θηρ. 489. ΙΙ. ὁ πρὸ μικροῦ φονευθείς, σφαγείς, Εὐρ. Ρῆσ. 887.

Greek Monolingual

νεόκμητος, -ον (Α)
1. αυτός που κατασκευάστηκε πρόσφατα
2. αυτός που δολοφονήθηκε πρόσφατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -κμητος (< κάμνω), πρβλ. πολύ-κμητος].

Greek Monotonic

νεόκμητος: -ον (κάμνω), αυτός που πρόσφατα έγινε αντικείμενο επεξεργασίας· αυτός που φονεύτηκε πριν λίγο, σε Ευρ.

Middle Liddell

νεό-κμητος, ον κάμνω
just slain, Eur.