νυγμός: Difference between revisions

From LSJ

τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />piqûre.<br />'''Étymologie:''' [[νύσσω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />piqûre.<br />'''Étymologie:''' [[νύσσω]].
}}
{{elru
|elrutext='''νυγμός:''' ὁ Diod., Plut. = [[νυγμή]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[νυγμός]])<br /><b>1.</b> [[κέντημα]], [[τσίμπημα]], [[ερεθισμός]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[υπαινιγμός]], [[νύξη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ερεθισμός]] τών αισθητήριων οργάνων που οφείλεται σε εξωτερικές επιδράσεις ή μεταβολές<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> οι τύψεις της συνείδησης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>νυγ</i>- (<b>πρβλ.</b> παθ. αόρ. <i>ἐ</i>-<i>νύγ</i>-<i>ην</i>) του [[νύσσω]] «[[κεντώ]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μός</i>].
|mltxt=ο (ΑΜ [[νυγμός]])<br /><b>1.</b> [[κέντημα]], [[τσίμπημα]], [[ερεθισμός]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[υπαινιγμός]], [[νύξη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ερεθισμός]] τών αισθητήριων οργάνων που οφείλεται σε εξωτερικές επιδράσεις ή μεταβολές<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> οι τύψεις της συνείδησης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>νυγ</i>- (<b>πρβλ.</b> παθ. αόρ. <i>ἐ</i>-<i>νύγ</i>-<i>ην</i>) του [[νύσσω]] «[[κεντώ]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μός</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''νυγμός:''' ὁ Diod., Plut. = [[νυγμή]].
}}
}}

Revision as of 15:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυγμός Medium diacritics: νυγμός Low diacritics: νυγμός Capitals: ΝΥΓΜΟΣ
Transliteration A: nygmós Transliteration B: nygmos Transliteration C: nygmos Beta Code: nugmo/s

English (LSJ)

ὁ, A pricking sensation, irritation, Ruf. ap. Orib.8.24.62: in plural, of gout, Luc.Ocyp.30. II metaph., of the prickings of conscience, τῶν παρανομημάτων ν. εἰς τὴν ψυχὴν λαμβάνειν D.S.13.58; but also, = νύγμα II, ὑπὸ νυγμῶν καὶ γαργαλισμῶν τῆς αἰσθήσεως Plu.Phil.9.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
piqûre.
Étymologie: νύσσω.

Russian (Dvoretsky)

νυγμός: ὁ Diod., Plut. = νυγμή.

Greek (Liddell-Scott)

νυγμός: ὁ, (νύσσω) τὸ νύσσειν, κέντημα. Διόδ. 13. 58· μεταφ., ὑπὸ νυγμῶν καὶ γαργαλισμῶν τῆς αἰσθήσεως Πλουτ. Φιλοπ. 9· πρβλ. νύγμα.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ νυγμός)
1. κέντημα, τσίμπημα, ερεθισμός
2. μτφ. υπαινιγμός, νύξη
αρχ.
1. ερεθισμός τών αισθητήριων οργάνων που οφείλεται σε εξωτερικές επιδράσεις ή μεταβολές
2. μτφ. οι τύψεις της συνείδησης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νυγ- (πρβλ. παθ. αόρ. -νύγ-ην) του νύσσω «κεντώ» + κατάλ. -μός].