οἷο: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου → thou shalt not covet thy neighbor's wife, thou shalt not covet thy neighbour's wife, you shall not covet your neighbor's wife, you shall not covet your neighbour's wife

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>épq. c.</i> [[οὗ]], <i>gén. du pron. poss.</i> [[ὅς]].
|btext=<i>épq. c.</i> [[οὗ]], <i>gén. du pron. poss.</i> [[ὅς]].
}}
{{elru
|elrutext='''οἷο:''' эп. = οὗ (gen. к ὅς).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''οἷο:''' Επικ. αντί <i>οὗ</i>, γεν. της κτητ. αντων. <i>ὅς</i>, <i>ἥ</i>, <i>ὅ</i>, [[δικός]] του, [[δικός]] της, δικό του.
|lsmtext='''οἷο:''' Επικ. αντί <i>οὗ</i>, γεν. της κτητ. αντων. <i>ὅς</i>, <i>ἥ</i>, <i>ὅ</i>, [[δικός]] του, [[δικός]] της, δικό του.
}}
{{elru
|elrutext='''οἷο:''' эп. = οὗ (gen. к ὅς).
}}
}}

Revision as of 15:03, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἷο Medium diacritics: οἷο Low diacritics: οίο Capitals: ΟΙΟ
Transliteration A: hoîo Transliteration B: hoio Transliteration C: oio Beta Code: oi(=o

English (LSJ)

Ep. for οὗ, gen. of Possess. Pron. ὅς, , ὅν his, her (q.v.): οἷόπερ, Ep. for οὗπερ, A.R.1.1325.

French (Bailly abrégé)

épq. c. οὗ, gén. du pron. poss. ὅς.

Russian (Dvoretsky)

οἷο: эп. = οὗ (gen. к ὅς).

Greek (Liddell-Scott)

οἷο: Ἐπικ. ἀντὶ οὗ, γεν. τῆς κτητ. ἀντωνυμ. ὅς, ἥ, ὅν, Ὅμ.˙ ἀλλ’ οὐδέποτε ὡς γενικ. τῆς προσωπ. ἀντωνυμ., ἥτις ἐν τῇ Ἰων. διαλέκτῳ εἶναι ἀπανταχοῦ εἷο: - οἷόπερ, Ἰων. ἀντὶ οὗπερ.

English (Autenrieth)

see ὅ Od. 18.2.

Greek Monotonic

οἷο: Επικ. αντί οὗ, γεν. της κτητ. αντων. ὅς, , , δικός του, δικός της, δικό του.