οἰμωγή: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />lamentation, gémissement.<br />'''Étymologie:''' [[οἰμώζω]].
|btext=ῆς (ἡ) :<br />lamentation, gémissement.<br />'''Étymologie:''' [[οἰμώζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''οἰμωγή:''' дор. [[οἰμωγά]] ἡ жалобный крик, громкие жалобы, вопль (οἰ. καὶ [[εὐχωλή]] Hom.; οἰ. καὶ [[στόνος]] Thuc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''οἰμωγή:''' ἡ, [[θρήνος]] που εκφέρεται μεγαλοφώνως, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Τραγ. κ.λπ.
|lsmtext='''οἰμωγή:''' ἡ, [[θρήνος]] που εκφέρεται μεγαλοφώνως, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Τραγ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''οἰμωγή:''' дор. [[οἰμωγά]] ἡ жалобный крик, громкие жалобы, вопль (οἰ. καὶ [[εὐχωλή]] Hom.; οἰ. καὶ [[στόνος]] Thuc.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 15:05, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰμωγή Medium diacritics: οἰμωγή Low diacritics: οιμωγή Capitals: ΟΙΜΩΓΗ
Transliteration A: oimōgḗ Transliteration B: oimōgē Transliteration C: oimogi Beta Code: oi)mwgh/

English (LSJ)

ἡ, wailing, lamentation, κωκυτῷ καὶ οἰμωγῇ Il.22.409; οἰ. τεστοναχῇ τε 24.696; ἅμ' οἰ. τε καὶ εὐχωλὴ πέλεν ἀνδρῶν 4.450, quoted by Ar.Pax1276; οἰμωγῇ διαχρέεσθαι Hdt.3.66, cf. 8.99; οἰμωγὴ… ὁμοῦ κωκύμασιν A.Pers.426; πικρᾶς οἰ. S.Ph.190 (lyr.); ἐξῴμωξεν οἰ. λυγράς Id.Aj.317; στεναγμὸν οἰμωγήν θ' ὁμοῦ E.Heracl.833; οἰμωγῇ τε καὶ στόνῳ Th.7.71; ἡ οἰ. ἐκ τοῦ Πειραιῶς διὰ τῶν μακρῶν τειχῶν εἰς ἄστυ διῆκεν X.HG2.2.3; cf. τήκω.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
lamentation, gémissement.
Étymologie: οἰμώζω.

Russian (Dvoretsky)

οἰμωγή: дор. οἰμωγά ἡ жалобный крик, громкие жалобы, вопль (οἰ. καὶ εὐχωλή Hom.; οἰ. καὶ στόνος Thuc.).

Greek (Liddell-Scott)

οἰμωγή: ἡ, ἰσχυρὰ κραυγή, θρῆνος, ὀδυρμὸς μεγάλῃ τῇ φωνῇ, κωκυτῷ καὶ οἰμωγῇ Ἰλ. Χ. 409· οἰμωγῇ τε στοναχῇ τε Ω. 696· ἅμ’ οἰμωγή τε καὶ εὐχωλὴ πέλεν ἀνδρῶν Δ. 450, πρβλ. Ἀριστοφ. Εἰρ. 1276 κἑξ.· οἰμωγῇ διαχρέεσθαι Ἡρόδ. 3. 66, πρβλ. 8. 99· οὕτω παρὰ Τραγ., οἰμωγὴ .. ὁμοῦ κωκύμασι Αἰ-Πέρσ. 426· πικρᾶς οἰμωγῆς Σοφ. Φ. 190· ἐξῴμωξεν οἰμωγὰς λυγρὰς ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 317· στεναγμὸν οἰμωγήν θ’ ὁμοῦ Εὐρ. Ἡρακλ. 833· οἰμωγῇ τε καὶ στόνῳ Θουκ. 7. 71 ἡ οἰμ. ἐκ τοῦ Πειραιῶς διὰ τῶν μακρῶν τειχῶν εἰς ἄστυ διῆκεν Ξεν. Ἑλλ. 2. 2, 3· πρβλ. τήκω.

English (Autenrieth)

(οἰμώζω): cry of grief, lamentation.

Greek Monolingual

η (ΑΜ οἰμωγή) οιμώζω
θρηνητική κραυγή, οδυρμός, ολοφυρμός («ἐξῴμωξεν οἰμωγὰς λυγρὰς», Σοφ.).

Greek Monotonic

οἰμωγή: ἡ, θρήνος που εκφέρεται μεγαλοφώνως, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Τραγ. κ.λπ.

Middle Liddell

οἰμωγή, ἡ, [from οἰμώζω
loud wailing, lamentation, Il., Hdt., Trag., etc.

English (Woodhouse)

lamentation

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)