πατρονόμος: Difference between revisions

From LSJ

Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?

Sophocles, Antigone, 464-5
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui exerce l'autorité paternelle.<br />'''Étymologie:''' [[πατήρ]], [[νέμω]].
|btext=ος, ον :<br />qui exerce l'autorité paternelle.<br />'''Étymologie:''' [[πατήρ]], [[νέμω]].
}}
{{elru
|elrutext='''πατρονόμος:''' ὁ управляющий как отец, облеченный отцовскими правами, т. е. опекун Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πατρονόμος:''' -ον ([[νέμω]]), αυτός που αποφασίζει, ορίζει ως [[πατέρας]].
|lsmtext='''πατρονόμος:''' -ον ([[νέμω]]), αυτός που αποφασίζει, ορίζει ως [[πατέρας]].
}}
{{elru
|elrutext='''πατρονόμος:''' ὁ управляющий как отец, облеченный отцовскими правами, т. е. опекун Plut.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πατρο-[[νόμος]], ον, [[νέμω]]<br />[[ruling]] as a [[father]].
|mdlsjtxt=πατρο-[[νόμος]], ον, [[νέμω]]<br />[[ruling]] as a [[father]].
}}
}}

Revision as of 15:15, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πατρονόμος Medium diacritics: πατρονόμος Low diacritics: πατρονόμος Capitals: ΠΑΤΡΟΝΟΜΟΣ
Transliteration A: patronómos Transliteration B: patronomos Transliteration C: patronomos Beta Code: patrono/mos

English (LSJ)

ὁ, member of the council instituted by Cleomenes III at Sparta, IG 5(1).32, al., Plu. 2.795f, Paus. 2.9.1, Philostr. VA 4.32; ἐπὶ π. σεῶ Λυκούργω IG 5(1).311.

German (Pape)

[Seite 536] eigtl. väterlich waltend, regierend; insbesondere hieß eine Obrigkeit so, der väterliche Sorge für Erziehung und Zucht der Jugend oblag, Plut. an seni 24; οἱ πατρονόμοι, in Sparta der große Rath seit der vom Kleomenes vorgenommenen Staatsverbesserung, Paus. 2, 9, 1; Inscr. 1356, vgl. Böckh Corp. inscr. 1 p. 606.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui exerce l'autorité paternelle.
Étymologie: πατήρ, νέμω.

Russian (Dvoretsky)

πατρονόμος: ὁ управляющий как отец, облеченный отцовскими правами, т. е. опекун Plut.

Greek (Liddell-Scott)

πατρονόμος: -ον, διοικῶν ὡς πατήρ· - Πατρονόμοι, οἱ, ἐν Σπάρτῃ, τὸ μέγα συμβούλιον τὸ μετὰ τὴν μεταρρύθμισιν Κλεομένους τοῦ γ΄ ἀντιστοιχοῦν πρὸς τοὺς πρότερον γέροντας, Πλούτ. 2. 795Ε· «Κλεομένης ὁ Λεωνίδου τοῦ Κλεωνύμου, παραλαβὼν τὴν βασιλείαν ἐν Σπάρτῃ, ... τὸ κράτος τῆς γερουσίας καταλύσας Πατρονόμους τῷ λόγῳ κατέστησεν ἀντ’ αὐτῶν» Παυσ. 2. 9, 1, πρβλ. Böckh εἰς Συλλ. Ἐπιγρ. 1. σελ. 605 κέξ., Müller Der 3. 7, § 8.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. μέλος του συμβουλίου που ιδρύθηκε στη Σπάρτη από τον Κλεομένη Γ' σε αντικατάσταση της αρχής τών εφόρων και τών γερουσιαστών και το οποίο ασκούσε πατρική κατά κάποιον τρόπο εξουσία και εξακολούθησε να υπάρχει πιθανώς και μετά την αποκατάσταση τών εφόρων και τών γερουσιαστών, με πρώτο τον επώνυμο του έτους
2. (γενικά) αυτός που διοικεί σαν πατέρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + -νόμος].

Greek Monotonic

πατρονόμος: -ον (νέμω), αυτός που αποφασίζει, ορίζει ως πατέρας.

Middle Liddell

πατρο-νόμος, ον, νέμω
ruling as a father.