περιτρίβω: Difference between revisions
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=frotter tout autour, enlever tout autour en frottant.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[τρίβω]]. | |btext=frotter tout autour, enlever tout autour en frottant.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[τρίβω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περιτρίβω:''' (ῐβ) стирать кругом, изнашивать: τὰ πτερὰ περιτετριμμένα Arst. изношенные крылышки (пчел). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΜΑ<br />[[τρίβω]] [[ολόγυρα]], [[καταστρέφω]] [[κάτι]] τρίβοντάς το από όλες τις μεριές («περιτρίψας ὁ [[χρόνος]] τὸ [[ἄγαλμα]]», Φιλοστρ.)<br /><b>μσν.</b><br />[[τρίβω]] [[ελαφρά]] («τῷ δεξιῷ γόνατι περιτρίβει τὸ ἀριστερόν», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τρίβω]] [[γύρω]] [[γύρω]] [[κάτι]] και το [[καθαρίζω]]<br /><b>2.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) <i>οἱ περιτετριμμένοι</i><br />τα περιτρίμματα. | |mltxt=ΜΑ<br />[[τρίβω]] [[ολόγυρα]], [[καταστρέφω]] [[κάτι]] τρίβοντάς το από όλες τις μεριές («περιτρίψας ὁ [[χρόνος]] τὸ [[ἄγαλμα]]», Φιλοστρ.)<br /><b>μσν.</b><br />[[τρίβω]] [[ελαφρά]] («τῷ δεξιῷ γόνατι περιτρίβει τὸ ἀριστερόν», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τρίβω]] [[γύρω]] [[γύρω]] [[κάτι]] και το [[καθαρίζω]]<br /><b>2.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) <i>οἱ περιτετριμμένοι</i><br />τα περιτρίμματα. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:20, 3 October 2022
English (LSJ)
[ῑ], A rub or wear away all round, -τρίψας ὁ χρόνος [τὸ ἄγαλμα] Philostr.Her.2.1, cf. Im.1.23 (Pass.); πτερὰ περιτετριμμένα battered, Arist.HA627a13; κόγχος ἅλμη… περιτρῐβείς (aor. 2 Pass.) Lyc.790: metaph., περιτετριμμένοι 'old hands', Arr.Epict.2.6.5. II smear, τί τινι Nonn. D.6.190,41.110.
German (Pape)
[Seite 597] ringsum abreiben, περιτριβείς Lycophr. 790.
French (Bailly abrégé)
frotter tout autour, enlever tout autour en frottant.
Étymologie: περί, τρίβω.
Russian (Dvoretsky)
περιτρίβω: (ῐβ) стирать кругом, изнашивать: τὰ πτερὰ περιτετριμμένα Arst. изношенные крылышки (пчел).
Greek (Liddell-Scott)
περιτρίβω: μέλλ. -ψω, τρίβω ὁλόγυρα ἢ φθείρω, ὁ χρόνος π. τὸ ἄγαλμα Φιλόστρ. 673, πρβλ. 797· πτερὰ περιτετριμμένα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40. 50· κόγχος ἅλμῃ... περιτριβεὶς (μετοχ. ἀορ. β΄ παθ.) Λυκόφρ. 790.
Greek Monolingual
ΜΑ
τρίβω ολόγυρα, καταστρέφω κάτι τρίβοντάς το από όλες τις μεριές («περιτρίψας ὁ χρόνος τὸ ἄγαλμα», Φιλοστρ.)
μσν.
τρίβω ελαφρά («τῷ δεξιῷ γόνατι περιτρίβει τὸ ἀριστερόν», Ευστ.)
αρχ.
1. τρίβω γύρω γύρω κάτι και το καθαρίζω
2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) οἱ περιτετριμμένοι
τα περιτρίμματα.