πισσώδης: Difference between revisions

From LSJ

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0619.png Seite 619]] ες, pechartig, voll Pech; Arist. H. A. 9, 10; Theophr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0619.png Seite 619]] ες, pechartig, voll Pech; Arist. H. A. 9, 10; Theophr.
}}
{{elru
|elrutext='''πισσώδης:''' атт. πιττώδης 2 похожий на смолу, смолистый Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες, ΝΑ, και αττ. τ. [[πιττώδης]], -ῶδες, Α [[πίσσα]]<br /><b>1.</b> ο όμοιος με [[πίσσα]] («[[χρῶμα]] δὲ τούτου αἱματῶδες καὶ [[σφόδρα]] [[μέλαν]] καὶ πιττῶδες», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] [[γεμάτος]] [[πίσσα]]<br /><b>3.</b> αυτός που [[είναι]] [[πυκνός]], [[παχύρρευστος]] σαν την [[πίσσα]].
|mltxt=-ες, ΝΑ, και αττ. τ. [[πιττώδης]], -ῶδες, Α [[πίσσα]]<br /><b>1.</b> ο όμοιος με [[πίσσα]] («[[χρῶμα]] δὲ τούτου αἱματῶδες καὶ [[σφόδρα]] [[μέλαν]] καὶ πιττῶδες», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που [[είναι]] [[γεμάτος]] [[πίσσα]]<br /><b>3.</b> αυτός που [[είναι]] [[πυκνός]], [[παχύρρευστος]] σαν την [[πίσσα]].
}}
{{elru
|elrutext='''πισσώδης:''' атт. πιττώδης 2 похожий на смолу, смолистый Arst.
}}
}}

Revision as of 15:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πισσώδης Medium diacritics: πισσώδης Low diacritics: πισσώδης Capitals: ΠΙΣΣΩΔΗΣ
Transliteration A: pissṓdēs Transliteration B: pissōdēs Transliteration C: pissodis Beta Code: pissw/dhs

English (LSJ)

Att. πιττ-, εως, like pitch, χρῶμα Arist.HA587a32; thick as pitch, Thphr.HP3.1.6; ὑγρότης ib.1.12.2: Sup., ib.9.2.2.

German (Pape)

[Seite 619] ες, pechartig, voll Pech; Arist. H. A. 9, 10; Theophr.

Russian (Dvoretsky)

πισσώδης: атт. πιττώδης 2 похожий на смолу, смолистый Arst.

Greek (Liddell-Scott)

πισσώδης: -ες, Ἀττικ. πιττ-, ες, (εἶδος) ὅμοιος πίσσῃ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 10, 5˙ ΙΙ. ὁ παρέχων πίσσαν, πεύκη Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 12, 2, κτλ.

Greek Monolingual

-ες, ΝΑ, και αττ. τ. πιττώδης, -ῶδες, Α πίσσα
1. ο όμοιος με πίσσαχρῶμα δὲ τούτου αἱματῶδες καὶ σφόδρα μέλαν καὶ πιττῶδες», Αριστοτ.)
2. αυτός που είναι γεμάτος πίσσα
3. αυτός που είναι πυκνός, παχύρρευστος σαν την πίσσα.