πολυτερπής: Difference between revisions

From LSJ

ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />très agréable, charmant.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[τέρπω]].
|btext=ής, ές :<br />très agréable, charmant.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[τέρπω]].
}}
{{elru
|elrutext='''πολυτερπής:''' [[восхитительный]], [[очаровательный]] (ὕμνοι Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολῠτερπής:''' -ές ([[τέρπω]]), [[πολύ]] [[ευχάριστος]], σε Ανθ.
|lsmtext='''πολῠτερπής:''' -ές ([[τέρπω]]), [[πολύ]] [[ευχάριστος]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''πολυτερπής:''' [[восхитительный]], [[очаровательный]] (ὕμνοι Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πολῠ-τερπής, ές [[τέρπω]]<br />[[much]]-delighting, Anth.
|mdlsjtxt=πολῠ-τερπής, ές [[τέρπω]]<br />[[much]]-delighting, Anth.
}}
}}

Revision as of 15:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυτερπής Medium diacritics: πολυτερπής Low diacritics: πολυτερπής Capitals: ΠΟΛΥΤΕΡΠΗΣ
Transliteration A: polyterpḗs Transliteration B: polyterpēs Transliteration C: polyterpis Beta Code: poluterph/s

English (LSJ)

ές, A much-delighting, ὕμνοι AP9.504; Ἔρως Orph.Fr.168.9, 169. II much-delighted, ἀκουαί Nonn.D.10.236.

German (Pape)

[Seite 674] ές, viel od. sehr ergötzend, ὕμνοι, Ep. (IX, 504).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
très agréable, charmant.
Étymologie: πολύς, τέρπω.

Russian (Dvoretsky)

πολυτερπής: восхитительный, очаровательный (ὕμνοι Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

πολῠτερπής: -ές, ὁ πολὺ τερπνός, λίαν εὐφρόσυνος, Ἀνθ. Π. 9. 504, Ὀρφ. ἐν Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 100C.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. ο εξαιρετικά τερπνός («πολυτερπνεῖς ὕμνοι», Ανθ. Παλ.)
2. αυτός που τέρπεται, ευχαριστείται πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -τερπής (< τέρπω)].

Greek Monotonic

πολῠτερπής: -ές (τέρπω), πολύ ευχάριστος, σε Ανθ.

Middle Liddell

πολῠ-τερπής, ές τέρπω
much-delighting, Anth.