σιδηροτόκος: Difference between revisions

From LSJ

ἀεὶ δ' ἀρέσκειν τοῖς κρατοῦσιν → always try to please your masters, always be obsequious to the masters

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui produit du fer.<br />'''Étymologie:''' [[σίδηρος]], [[τίκτω]].
|btext=ος, ον :<br />qui produit du fer.<br />'''Étymologie:''' [[σίδηρος]], [[τίκτω]].
}}
{{elru
|elrutext='''σῐδηροτόκος:''' [[рождающий железо]] ([[βῶλος]] Ἰβηριάδος Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σῐδηροτόκος:''' -ον ([[τίκτω]]), αυτός που παράγει, γεννά σίδηρο, που περιέχει σίδηρο, [[σιδηρούχος]], σε Ανθ.
|lsmtext='''σῐδηροτόκος:''' -ον ([[τίκτω]]), αυτός που παράγει, γεννά σίδηρο, που περιέχει σίδηρο, [[σιδηρούχος]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''σῐδηροτόκος:''' [[рождающий железо]] ([[βῶλος]] Ἰβηριάδος Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σῐδηρο-[[τόκος]], ον, [[τίκτω]]<br />producing [[iron]], Anth.
|mdlsjtxt=σῐδηρο-[[τόκος]], ον, [[τίκτω]]<br />producing [[iron]], Anth.
}}
}}

Revision as of 15:42, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐδηροτόκος Medium diacritics: σιδηροτόκος Low diacritics: σιδηροτόκος Capitals: ΣΙΔΗΡΟΤΟΚΟΣ
Transliteration A: sidērotókos Transliteration B: sidērotokos Transliteration C: sidirotokos Beta Code: sidhroto/kos

English (LSJ)

ον, producing iron, AP9.561 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 880] Eisen erzeugend, hervorbringend, βῶλος Ἰβηριάδος, Philp. 68 (IX, 561).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui produit du fer.
Étymologie: σίδηρος, τίκτω.

Russian (Dvoretsky)

σῐδηροτόκος: рождающий железо (βῶλος Ἰβηριάδος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

σῐδηροτόκος: -ον, ὁ παράγων, γεννῶν σίδηρον, Ἀνθ. Π. 9. 561.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που παράγει σίδηρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. ἀρρενοτόκος.

Greek Monotonic

σῐδηροτόκος: -ον (τίκτω), αυτός που παράγει, γεννά σίδηρο, που περιέχει σίδηρο, σιδηρούχος, σε Ανθ.

Middle Liddell

σῐδηρο-τόκος, ον, τίκτω
producing iron, Anth.