στιλβότης: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ητος (ἡ) :<br />éclat.<br />'''Étymologie:''' [[στιλβός]]. | |btext=ητος (ἡ) :<br />éclat.<br />'''Étymologie:''' [[στιλβός]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''στιλβότης:''' ητος ἡ [[блеск]] (ἐλαίου Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ητος, ἡ, ΜΑ [[στιλβός]]<br />η [[ιδιότητα]] του στιλβού, [[στιλπνότητα]] («τὴν τῶν ἀστέρων... στιλβότητα, τὴν [[λαμπηδόνα]] ἐκείνην καὶ στιλβότητα», Βασ.). | |mltxt=-ητος, ἡ, ΜΑ [[στιλβός]]<br />η [[ιδιότητα]] του στιλβού, [[στιλπνότητα]] («τὴν τῶν ἀστέρων... στιλβότητα, τὴν [[λαμπηδόνα]] ἐκείνην καὶ στιλβότητα», Βασ.). | ||
}} | }} |
Revision as of 15:43, 3 October 2022
English (LSJ)
ητος, ἡ, v.l. for στιλπνότης, Plu.Alex.57.
German (Pape)
[Seite 943] ητος, ἡ, = στιλπνότης, Plut. Alex. 57.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
éclat.
Étymologie: στιλβός.
Russian (Dvoretsky)
στιλβότης: ητος ἡ блеск (ἐλαίου Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
στιλβότης: -ητος, ἡ, = στιλπνότης, Πλουτ. Ἀλέξ. 57, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
-ητος, ἡ, ΜΑ στιλβός
η ιδιότητα του στιλβού, στιλπνότητα («τὴν τῶν ἀστέρων... στιλβότητα, τὴν λαμπηδόνα ἐκείνην καὶ στιλβότητα», Βασ.).