στειναύχην: Difference between revisions

From LSJ

Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst

Menander, Monostichoi, 142
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=χενος (ὁ, ἡ)<br />au col étroit.<br />'''Étymologie:''' [[στεινός]], [[αὐχήν]].
|btext=χενος (ὁ, ἡ)<br />au col étroit.<br />'''Étymologie:''' [[στεινός]], [[αὐχήν]].
}}
{{elru
|elrutext='''στειναύχην:''' χενος adj. узкогорлый ([[λάγυνος]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στειναύχην:''' -ενος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει στενό λαιμό, λέγεται για [[μπουκάλι]], σε Ανθ.
|lsmtext='''στειναύχην:''' -ενος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει στενό λαιμό, λέγεται για [[μπουκάλι]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''στειναύχην:''' χενος adj. узкогорлый ([[λάγυνος]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=στειν-αύχην, ενος,<br />[[narrow]]-necked, Anth.
|mdlsjtxt=στειν-αύχην, ενος,<br />[[narrow]]-necked, Anth.
}}
}}

Revision as of 15:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στειναύχην Medium diacritics: στειναύχην Low diacritics: στειναύχην Capitals: ΣΤΕΙΝΑΥΧΗΝ
Transliteration A: steinaúchēn Transliteration B: steinauchēn Transliteration C: steinaychin Beta Code: steinau/xhn

English (LSJ)

ενος, ὁ, ἡ, narrow-necked, Ion. for στεν-, λάγυνος AP 6.248 (Marc. Arg.).

German (Pape)

[Seite 933] ενος, ion. = στεναύχην, enghalsig, von einer Flasche, M. Arg. 21 (VI, 248).

French (Bailly abrégé)

χενος (ὁ, ἡ)
au col étroit.
Étymologie: στεινός, αὐχήν.

Russian (Dvoretsky)

στειναύχην: χενος adj. узкогорлый (λάγυνος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

στειναύχην: -ενος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων στενὸν αὐχένα, λαιμόν, Ἰων. ἀντὶ στεν-, λάγυνος Ἀνθ. Π. 6. 248.

Greek Monolingual

-ενος, ὁ, ἡ, Α
βλ. στεναύχην.

Greek Monotonic

στειναύχην: -ενος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει στενό λαιμό, λέγεται για μπουκάλι, σε Ανθ.

Middle Liddell

στειν-αύχην, ενος,
narrow-necked, Anth.