τανύσφυρος: Difference between revisions

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />aux chevilles allongées, aux jambes fines.<br />'''Étymologie:''' [[τανύω]], [[σφυρόν]].
|btext=ος, ον :<br />aux chevilles allongées, aux jambes fines.<br />'''Étymologie:''' [[τανύω]], [[σφυρόν]].
}}
{{elru
|elrutext='''τᾰνύσφῠρος:''' с длинными лодыжками, т. е. со стройными ногами ([[θυγάτηρ]] HH; Ὠκεανῖναι Hes.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τᾰνύσφῠρος:''' -ον ([[τανύω]], [[σφυρόν]]), αυτός που έχει λεπτά και [[μακριά]] πόδια, σε Ησίοδ.
|lsmtext='''τᾰνύσφῠρος:''' -ον ([[τανύω]], [[σφυρόν]]), αυτός που έχει λεπτά και [[μακριά]] πόδια, σε Ησίοδ.
}}
{{elru
|elrutext='''τᾰνύσφῠρος:''' с длинными лодыжками, т. е. со стройными ногами ([[θυγάτηρ]] HH; Ὠκεανῖναι Hes.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τᾰνύ-σφῠρος, ον, [[τανύω]], [[σφυρόν]]<br />with [[taper]] ancles, Hes.
|mdlsjtxt=τᾰνύ-σφῠρος, ον, [[τανύω]], [[σφυρόν]]<br />with [[taper]] ancles, Hes.
}}
}}

Revision as of 16:05, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰνύσφῠρος Medium diacritics: τανύσφυρος Low diacritics: τανύσφυρος Capitals: ΤΑΝΥΣΦΥΡΟΣ
Transliteration A: tanýsphyros Transliteration B: tanysphyros Transliteration C: tanysfyros Beta Code: tanu/sfuros

English (LSJ)

ον, with long taper ankles or feet, θυγάτηρ h.Cer.2, cf. 77; Ὠκεανῖναι Hes.Th.364, cf. Sc.35.

German (Pape)

[Seite 1068] mit gestreckten, langen, dünnen Knöcheln od. schlanksüßig; θυγάτηρ, παῖς, H. h. Cer. 2. 77, Ὠκεανῖναι, Hes. Th. 364, vgl. Sc. 35; Simmi. ov.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux chevilles allongées, aux jambes fines.
Étymologie: τανύω, σφυρόν.

Russian (Dvoretsky)

τᾰνύσφῠρος: с длинными лодыжками, т. е. со стройными ногами (θυγάτηρ HH; Ὠκεανῖναι Hes.).

Greek (Liddell-Scott)

τᾰνύσφῠρος: -ον, ὁ ἔχων εὐμήκεις (καλοκαμωμένους) πόδας, καλλίσφυρος, θυγάτηρ, παῖς Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 2. 7· Ὠκεανῖναι Ἡσ. Θ. 364, πρβλ. Ἀσπ. Ἡρ. 35.

Greek Monolingual

και τανίσφυρος, -ον, Α
αυτός που έχει μακριά και λεπτά σφυρά ή μακριά πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ- (< αμάρτυρο επίθ. τανύς, βλ. λ. τείνω) + -σφυρος (< σφυρόν «πόδι»), πρβλ. λευχό-σφνρος. Ο τ. τανίσφυρος έχει σχηματιστεί είτε κατά το καλλί-σφυρος, είτε με ανομοιωτική τροπή του πρώτου -υ- σε -ι-].

Greek Monotonic

τᾰνύσφῠρος: -ον (τανύω, σφυρόν), αυτός που έχει λεπτά και μακριά πόδια, σε Ησίοδ.

Middle Liddell

τᾰνύ-σφῠρος, ον, τανύω, σφυρόν
with taper ancles, Hes.