τετράκυκλος: Difference between revisions

From LSJ

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à quatre cercles <i>ou</i> roues.<br />'''Étymologie:''' [[τέσσαρες]], [[κύκλος]].
|btext=ος, ον :<br />à quatre cercles <i>ou</i> roues.<br />'''Étymologie:''' [[τέσσαρες]], [[κύκλος]].
}}
{{elru
|elrutext='''τετράκυκλος:''' (ᾰ и ᾱ) [[четырехколесный]] (ἅμαξαι Hom., Her.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τετράκυκλος:''' -ον, αυτός που έχει [[τέσσερις]] τροχούς, σε Όμηρ., Ηρόδ.
|lsmtext='''τετράκυκλος:''' -ον, αυτός που έχει [[τέσσερις]] τροχούς, σε Όμηρ., Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''τετράκυκλος:''' (ᾰ и ᾱ) [[четырехколесный]] (ἅμαξαι Hom., Her.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τετρά-κυκλος, ον,<br />[[four]]-[[wheeled]], Hom., Hdt.
|mdlsjtxt=τετρά-κυκλος, ον,<br />[[four]]-[[wheeled]], Hom., Hdt.
}}
}}

Revision as of 16:05, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετράκυκλος Medium diacritics: τετράκυκλος Low diacritics: τετράκυκλος Capitals: ΤΕΤΡΑΚΥΚΛΟΣ
Transliteration A: tetrákyklos Transliteration B: tetrakyklos Transliteration C: tetrakyklos Beta Code: tetra/kuklos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, four-wheeled, ἕλκον τ. ἀπήνην Il.24.324; ἄμαξαι ἐσθλαὶ τετράκυκλοι Od.9.242, cf. Hdt.1.188, 2.63, Hp.Aër.18: as substantive, four-wheeled wagon, τροχοὶ τετρακύκλου IG12.313.116. [ᾱ only in Od. l.c., where Bentley conjectured τεσσαράκυκλοι.]

German (Pape)

[Seite 1098] mit vier Rädern, vierräderig, ἀπήνη, ἅμαξα, Il. 24, 324, Her. 1, 188. 2, 63 u. Sp., wie D. Sic.; Ath. V, 199 a; – ὁμωνυμίη, Luc. Alex. 11. – [Od. 9, 242 ist α lang gebraucht.]

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à quatre cercles ou roues.
Étymologie: τέσσαρες, κύκλος.

Russian (Dvoretsky)

τετράκυκλος: (ᾰ и ᾱ) четырехколесный (ἅμαξαι Hom., Her.).

Greek (Liddell-Scott)

τετράκυκλος: -ον, τετράτροχος, ἕλκον τ. ἀπήνην Ἰλ. Ω. 324· ἅμαξαι ἐσθλαὶ τετράκυκλοι Ὀδ. Ι. 242, πρβλ. Ἡρόδ. 1. 188, πρβλ. 2. 63, Ἱππ. π. Ἀέρ. 291. [ᾰ πανταχοῦ πλὴν ἐν Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτ., ἔνθα ἴσως ἡ ὀρθὴ γραφὴ εἶναι τεσσαράκυκλοι].

English (Autenrieth)

four-wheeled; (ᾶ) Od. 9.242.

Greek Monolingual

-η, -ο / τετράκυκλος, -ον, ΝΑ
αυτός που έχει τέσσερεις τροχούς, τετράτροχος («ἅμαξαι τετράκυκλοι ἡμιόνεαι», Ηρόδ.)
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ.τετράκυκλος
τετράτροχη άμαξα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + κύκλος (πρβλ. πολύκυκλος].

Greek Monotonic

τετράκυκλος: -ον, αυτός που έχει τέσσερις τροχούς, σε Όμηρ., Ηρόδ.

Middle Liddell

τετρά-κυκλος, ον,
four-wheeled, Hom., Hdt.