τίλων: Difference between revisions
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ωνος (ὁ) :<br /><i>mieux que</i> [[τίλλων]];<br />sorte de poisson du lac Prasias en Thrace.<br />'''Étymologie:'''. | |btext=ωνος (ὁ) :<br /><i>mieux que</i> [[τίλλων]];<br />sorte de poisson du lac Prasias en Thrace.<br />'''Étymologie:'''. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τίλων:''' ωνος ὁ тилон (рыба во фракийском оз. Πρασιάς) Her., Arst. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τίλων:''' ὁ, ψάρι της Θρακικής λίμνης Πρασιάδος, σε Ηρόδ. | |lsmtext='''τίλων:''' ὁ, ψάρι της Θρακικής λίμνης Πρασιάδος, σε Ηρόδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[τίλων]], ονος, ὁ,<br />a [[fish]] of the Thracian [[lake]] Prasias, Hdt. | |mdlsjtxt=[[τίλων]], ονος, ὁ,<br />a [[fish]] of the Thracian [[lake]] Prasias, Hdt. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:08, 3 October 2022
English (LSJ)
ωνος, ὁ, a fish of the Thracian lake Prasias, Hdt.5.16, Arist. HA568b25, 602b26 (with vv.ll. τύλων, ψίλων, ψύλων, τίλλων, τριλών).
German (Pape)
[Seite 1114] ωνος, ὁ, s. τίλλων.
French (Bailly abrégé)
ωνος (ὁ) :
mieux que τίλλων;
sorte de poisson du lac Prasias en Thrace.
Étymologie:.
Russian (Dvoretsky)
τίλων: ωνος ὁ тилон (рыба во фракийском оз. Πρασιάς) Her., Arst.
Greek (Liddell-Scott)
τίλων: -ωνος, ὁ, ἰχθὺς τῆς Θρακικῆς λίμνης (νῦν Μακεδονικῆς) Πρασιάδος (Κερκινίτιδος), τῶν δὲ ἰχθύων ἐστί γένεα δύο, τοὺς καλέουσι πάπρακάς τε καὶ τίλωνας Ἡρόδ. 5. 16, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 14, 11., 8. 20, 2 (μετὰ διαφόρ. γραφῶν τύλων, ψίλων, ψύλων, τίλλων).
Greek Monolingual
-ωνος, ο, ΝΑ
(στη νεοελλ. μόνο λόγιος τ.) ζωολ. είδος ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. πιθ. της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων < τῖλος + επίθημα -ων, -ωνος (πρβλ. γάστρ-ων, τύλ-ων)].
Greek Monotonic
τίλων: ὁ, ψάρι της Θρακικής λίμνης Πρασιάδος, σε Ηρόδ.