συντακτός: Difference between revisions
Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=suntakto/s | |Beta Code=suntakto/s | ||
|Definition=ή, όν, [[constructed with]] (cf. [[συντάσσω]] 11.5), ὀρθῇ πτώσει <span class="title">Stoic.</span>2.59: also abs., <b class="b3">πρᾶγμα συντακτὸν περί τινος</b>, as a definition of [[κατηγόρημα]], Apollod.ibid., cf. Diog.Bab.ib.3.213. | |Definition=ή, όν, [[constructed with]] (cf. [[συντάσσω]] 11.5), ὀρθῇ πτώσει <span class="title">Stoic.</span>2.59: also abs., <b class="b3">πρᾶγμα συντακτὸν περί τινος</b>, as a definition of [[κατηγόρημα]], Apollod.ibid., cf. Diog.Bab.ib.3.213. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συντακτός:''' [adj. verb. к [[συντάσσω]] грам. построенный, присоединенный, сочиненный: σ. ὀρθῇ πτώσει Diog. L. построенный с именительным падежом. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[συντάσσω]]<br /><b>1.</b> συντεταγμένος με κάποιον<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πρᾶγμα συντακτὸν [[περί]] τινος»<br />(ως [[ορισμός]]) το [[κατηγόρημα]] (Διογ. Βαβ.). | |mltxt=-ή, -όν, Α [[συντάσσω]]<br /><b>1.</b> συντεταγμένος με κάποιον<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πρᾶγμα συντακτὸν [[περί]] τινος»<br />(ως [[ορισμός]]) το [[κατηγόρημα]] (Διογ. Βαβ.). | ||
}} | }} |
Revision as of 16:10, 3 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, constructed with (cf. συντάσσω 11.5), ὀρθῇ πτώσει Stoic.2.59: also abs., πρᾶγμα συντακτὸν περί τινος, as a definition of κατηγόρημα, Apollod.ibid., cf. Diog.Bab.ib.3.213.
Russian (Dvoretsky)
συντακτός: [adj. verb. к συντάσσω грам. построенный, присоединенный, сочиненный: σ. ὀρθῇ πτώσει Diog. L. построенный с именительным падежом.
Greek (Liddell-Scott)
συντακτός: -ή, -όν, συντεταγμένος μετά τινος, (πρβλ. συντάσσω ΙΙ. 5), ὀρθῇ πτώσει Διογ. Λ. 7. 64, πρβλ. 58.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α συντάσσω
1. συντεταγμένος με κάποιον
2. φρ. «πρᾶγμα συντακτὸν περί τινος»
(ως ορισμός) το κατηγόρημα (Διογ. Βαβ.).