τηξιμελής: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui consume <i>ou</i> épuise les membres.<br />'''Étymologie:''' [[τήκω]], [[μέλος]].
|btext=ής, ές :<br />qui consume <i>ou</i> épuise les membres.<br />'''Étymologie:''' [[τήκω]], [[μέλος]].
}}
{{elru
|elrutext='''τηξῐμελής:''' [[истощающий члены]], [[изнурительный]] ([[νοῦσος]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τηξῐμελής:''' -ές, αυτός που φθείρει τα [[μέλη]], [[νοῦσος]], σε Ανθ.
|lsmtext='''τηξῐμελής:''' -ές, αυτός που φθείρει τα [[μέλη]], [[νοῦσος]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''τηξῐμελής:''' [[истощающий члены]], [[изнурительный]] ([[νοῦσος]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τηξῐ-μελής, ές<br />[[wasting]] the limbs, [[νοῦσος]] Anth.
|mdlsjtxt=τηξῐ-μελής, ές<br />[[wasting]] the limbs, [[νοῦσος]] Anth.
}}
}}

Revision as of 16:10, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τηξῐμελής Medium diacritics: τηξιμελής Low diacritics: τηξιμελής Capitals: ΤΗΞΙΜΕΛΗΣ
Transliteration A: tēximelḗs Transliteration B: tēximelēs Transliteration C: tiksimelis Beta Code: thcimelh/s

English (LSJ)

ές, wasting the limbs, νοῦσος AP7.234 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 1108] ές, Glieder schmelzend, verzehrend, νοῦσος Philp. 25 (VII, 234).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui consume ou épuise les membres.
Étymologie: τήκω, μέλος.

Russian (Dvoretsky)

τηξῐμελής: истощающий члены, изнурительный (νοῦσος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

τηξῐμελής: -ές, ὁ τήκων, φθείρων τὰ μέλη, τηξιμελεῖ νούσῳ κεκολουμένος Ἀνθ. Π. 7. 234.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που λειώνει, που φθείρει τα μέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < τήκω + -μελής (< μέλος), πρβλ. λυσι-μελής].

Greek Monotonic

τηξῐμελής: -ές, αυτός που φθείρει τα μέλη, νοῦσος, σε Ανθ.

Middle Liddell

τηξῐ-μελής, ές
wasting the limbs, νοῦσος Anth.