τρίστομος: Difference between revisions
Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> à triple tranchant;<br /><b>2</b> à triple pointe (trident).<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], [[στόμα]]. | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> à triple tranchant;<br /><b>2</b> à triple pointe (trident).<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], [[στόμα]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τρίστομος:''' [[с тремя остриями]] ([[αἰχμή]] Anth.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τρίστομος:''' -ον ([[στόμα]]), αυτός που έχει [[τρία]] στόματα, [[τρεις]] αιχμές, σε Ανθ. | |lsmtext='''τρίστομος:''' -ον ([[στόμα]]), αυτός που έχει [[τρία]] στόματα, [[τρεις]] αιχμές, σε Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=τρί-στομος, ον, [[στόμα]]<br />[[three]]-[[edged]] or -[[pointed]], Anth. | |mdlsjtxt=τρί-στομος, ον, [[στόμα]]<br />[[three]]-[[edged]] or -[[pointed]], Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:25, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, A three-edged or three-pointed, αἰχμή AP6.167 (Agath.); τ. δόρυ, of the trident, Max.Tyr.10.8; with three mouths, Ῥοδανός Str.4.1.8. II τρίστομον, τό, dub. sens., prob. place-name, in PTeb.112.2, al. (ii B. C., cf. ii p.405); σιτολόγοι Τριστόμου Ostr.1097 (ii A. D.), cf. BGU1072 iii 2 (ii A. D.), etc.
German (Pape)
[Seite 1148] 1) dreimündig. – 2) dreischneidig, αἰχμή Agath. 28 (VI, 167).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 à triple tranchant;
2 à triple pointe (trident).
Étymologie: τρεῖς, στόμα.
Russian (Dvoretsky)
τρίστομος: с тремя остриями (αἰχμή Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
τρίστομος: -ον, ὁ ἔχων τρία στόματα, αἰχμὴ Ἀνθ. Π. 6. 167, πρβλ. δίστομος.
Greek Monolingual
-η, -ο / τρίστομος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει τρία στόματα ή τρία στόμια ή τρεις αιχμηρές επιφάνειες («τρίστομος αἰχμή», Ανθ. Παλ.)
νεοελλ.
(το ουδ. και ουσ.) το τρίστομο
ζωολ. μικρό σκουλήκι που παρασιτεί στα βράγχια διαφόρων ψαριών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -στομος (< στόμα), πρβλ. δί-στομος].
Greek Monotonic
τρίστομος: -ον (στόμα), αυτός που έχει τρία στόματα, τρεις αιχμές, σε Ανθ.