τομαῖος: Difference between revisions

From LSJ

ἀεὶ δ' ἀρέσκειν τοῖς κρατοῦσιν → always try to please your masters, always be obsequious to the masters

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=α <i>ou poét.</i> ος, ον :<br />coupé : [[ἄκος]] τομαῖον πημάτων ESCHL remède qui supprime la douleur ; <i>sel. d'autres</i> remède tout coupé, <i>càd</i> tout prêt contre la douleur.<br />'''Étymologie:''' [[τομή]].
|btext=α <i>ou poét.</i> ος, ον :<br />coupé : [[ἄκος]] τομαῖον πημάτων ESCHL remède qui supprime la douleur ; <i>sel. d'autres</i> remède tout coupé, <i>càd</i> tout prêt contre la douleur.<br />'''Étymologie:''' [[τομή]].
}}
{{elru
|elrutext='''τομαῖος:''' и<br /><b class="num">1)</b> [[отрезанный]], [[остриженный]] ([[βόστρυχος]] Aesch.; [[χαίτη]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> нарезанный, накрошенный, т. е. приготовленный ([[ἄκος]] Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τομαῖος:''' -α, -ον και -ος, -ον ([[τομή]])·<br /><b class="num">I.</b> κομμένος, αποκομμένος, σε Αισχύλ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> κομμένος σε τεμάχια, σχισμένος ή κομματιασμένος και [[έτοιμος]] για [[χρήση]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''τομαῖος:''' -α, -ον και -ος, -ον ([[τομή]])·<br /><b class="num">I.</b> κομμένος, αποκομμένος, σε Αισχύλ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> κομμένος σε τεμάχια, σχισμένος ή κομματιασμένος και [[έτοιμος]] για [[χρήση]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''τομαῖος:''' и<br /><b class="num">1)</b> [[отрезанный]], [[остриженный]] ([[βόστρυχος]] Aesch.; [[χαίτη]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> нарезанный, накрошенный, т. е. приготовленный ([[ἄκος]] Aesch.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 16:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τομαῖος Medium diacritics: τομαῖος Low diacritics: τομαίος Capitals: ΤΟΜΑΙΟΣ
Transliteration A: tomaîos Transliteration B: tomaios Transliteration C: tomaios Beta Code: tomai=os

English (LSJ)

α, ον, also ος, ον E.Alc.101 (lyr.): (τομή):—A cut, cut off, βόστρυχος, χαίτα (cf. τομή 1), A.Ch.168, E. l. c. II cut in pieces, ἄκος τ. cut or shredded ready for use, A.Ch.539, Supp. 268.

German (Pape)

[Seite 1127] 3, auch 2 Endgn, 1) schneidend. – 2) pass., abgeschnitten, zerschnitten, χαίτα τομαῖος, Eur. Alc. 101; βόστρυχος, Aesch. Ch. 166; ἄκος τομαῖον πημάτων 532, wie Suppl. 265 ἄκη τομαῖα καὶ λυτήρια, erinnert an τέμνειν φάρμακα, Mittel, die die Wunde schneiden, heilen, od. die abgeschnitten, fertig da sind.

French (Bailly abrégé)

α ou poét. ος, ον :
coupé : ἄκος τομαῖον πημάτων ESCHL remède qui supprime la douleur ; sel. d'autres remède tout coupé, càd tout prêt contre la douleur.
Étymologie: τομή.

Russian (Dvoretsky)

τομαῖος: и
1) отрезанный, остриженный (βόστρυχος Aesch.; χαίτη Eur.);
2) нарезанный, накрошенный, т. е. приготовленный (ἄκος Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

τομαῖος: -α, -ον, καὶ ος, ον, (τομή)· ― κεκομμένος, ἀποκεκομμένος, ἀποκοπείς, βόστρυχος, χαίτη (πρβλ. τομὴ Ι), Αἰσχύλ. Χο. 186. Εὐρ. Ἄλκ. 102. ΙΙ. κεκομμένος εἰς τεμάχια, κατατετμημένος, ἄκος τ., κεκομμένον ἢ ἐξεσμένον καὶ ἕτοιμον πρὸς χρῆσιν, Αἰσχύλ. Χο. 539, Ἱκέτ. 268· πρβλ. τέμνειν φάρμακα, ἴδε τέμνω ΙΙ.

Greek Monolingual

-ον, θηλ. και -αία
Α
(ποιητ. τ.)
1. κομμένος, αποκομμένος («χαίτη τ' οὔτις τομαῖος», Ευρ.)
2. κομμένος σε κομμάτια, τεμαχισμένος
3. μτφ. αυτός που κόβει για θεραπευτικούς λόγους, αυτός που θεραπεύει με τομή
4. φρ. «ἄκος τομαῖον» — ιαματικό φυτό κομμένο ή θρυμματισμένο και έτοιμο για χρήση (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τομή + κατάλ. -αῖος].

Greek Monotonic

τομαῖος: -α, -ον και -ος, -ον (τομή
I. κομμένος, αποκομμένος, σε Αισχύλ., Ευρ.
II. κομμένος σε τεμάχια, σχισμένος ή κομματιασμένος και έτοιμος για χρήση, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

τομαῖος, η, ον τομή
I. cut, cut off, Aesch., Eur.
II. cut in pieces, cut or shredded ready for use, Aesch.

English (Woodhouse)

cut off

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)