τριγωνίζω: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὸς ἐσθλῆς ἐπιτυχεῖν οὐ ῥᾴδιον → Certe invenire feminam haud facile est bonam → Ein braves Eheweib zu finden ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 94
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=rendre triangulaire, élever un nombre à la puissance triangulaire (cf. [[τρίγωνος]]).<br />'''Étymologie:''' [[τρίγωνος]].
|btext=rendre triangulaire, élever un nombre à la puissance triangulaire (cf. [[τρίγωνος]]).<br />'''Étymologie:''' [[τρίγωνος]].
}}
{{elru
|elrutext='''τρῐγωνίζω:''' [[множить на три]], [[утраивать]]: [[πεντάκις]] τριγωνισθείς Plut. пять раз утроенный.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΑ [[τρίγωνον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[δίνω]] σε [[κάτι]] [[σχήμα]] τριγώνου<br /><b>2.</b> [[διαιρώ]] μια [[επιφάνεια]] σε τρίγωνα για [[καταμέτρηση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πολλαπλασιάζω]] επί [[τρία]], [[τριπλασιάζω]] («[[ταῦτα]] [[πεντάκις]] τριγωνισθέντα τὸν ἐκκείμενον ἀριθμὸν παρέσχεν;», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> έχω [[σχήμα]] παραπλήσιο με το [[σχήμα]] του τριγώνου («ἡ γὰρ δὴ Μερόη... ἐστὶ [[νῆσος]] τριγωνίζουσα», Ηλιόδ.).
|mltxt=ΝΑ [[τρίγωνον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[δίνω]] σε [[κάτι]] [[σχήμα]] τριγώνου<br /><b>2.</b> [[διαιρώ]] μια [[επιφάνεια]] σε τρίγωνα για [[καταμέτρηση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πολλαπλασιάζω]] επί [[τρία]], [[τριπλασιάζω]] («[[ταῦτα]] [[πεντάκις]] τριγωνισθέντα τὸν ἐκκείμενον ἀριθμὸν παρέσχεν;», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> έχω [[σχήμα]] παραπλήσιο με το [[σχήμα]] του τριγώνου («ἡ γὰρ δὴ Μερόη... ἐστὶ [[νῆσος]] τριγωνίζουσα», Ηλιόδ.).
}}
{{elru
|elrutext='''τρῐγωνίζω:''' [[множить на три]], [[утраивать]]: [[πεντάκις]] τριγωνισθείς Plut. пять раз утроенный.
}}
}}

Revision as of 16:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐγωνίζω Medium diacritics: τριγωνίζω Low diacritics: τριγωνίζω Capitals: ΤΡΙΓΩΝΙΖΩ
Transliteration A: trigōnízō Transliteration B: trigōnizō Transliteration C: trigonizo Beta Code: trigwni/zw

English (LSJ)

A multiply by three, Plu.2.416b (Pass.).
2 represent as a triangular number, Nicom.Ar.2.8 (Pass.).
II intr., to be triangular, νῆσος τριγωνίζουσα Hld.10.5:—Pass., τετριγωνίσθαι assume triangular form, Plot.2.6.2; ὁ ὀδοὺς τριγωνίζεται Hippiatr.95.
III Astrol., to be in trine aspect, Ptol.Tetr.115, Man.4.266: c. acc., Ἑρμῆς Δία τριγωνίζων Vett.Val.73.26; Ζῆνα τριγωνίζων Φαίνων Orph.Fr. 286.

French (Bailly abrégé)

rendre triangulaire, élever un nombre à la puissance triangulaire (cf. τρίγωνος).
Étymologie: τρίγωνος.

Russian (Dvoretsky)

τρῐγωνίζω: множить на три, утраивать: πεντάκις τριγωνισθείς Plut. пять раз утроенный.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐγωνίζω: παρὰ Πλουτ. 2. 416C, τριπλασιάζω, πολλαπλασιάζω ἐπὶ τρία, διότι λέγει ὅτι ὁ ἀριθμὸς τεσσαράκοντα πεντάκις τριγωνισθεὶς = 9720. ΙΙ. ἀμεταβ., ἔχω σχῆμα παραπλήσιον τριγώνῳ, νῆσος τριγωνίζουσα, περὶ τῆς νήσου Μερόης (περὶ ἧς Διόδ. ὁ Σικελ. (1. 33) καὶ Στράβων (821) λέγουσιν ὅτι εἶχε σχῆμα θυρεοειδές), Ἡλιόδ. 10. 5, πρβλ. Μανέθωνα 4. 266.

Greek Monolingual

ΝΑ τρίγωνον
νεοελλ.
1. δίνω σε κάτι σχήμα τριγώνου
2. διαιρώ μια επιφάνεια σε τρίγωνα για καταμέτρηση
αρχ.
1. πολλαπλασιάζω επί τρία, τριπλασιάζωταῦτα πεντάκις τριγωνισθέντα τὸν ἐκκείμενον ἀριθμὸν παρέσχεν;», Πλούτ.)
2. έχω σχήμα παραπλήσιο με το σχήμα του τριγώνου («ἡ γὰρ δὴ Μερόη... ἐστὶ νῆσος τριγωνίζουσα», Ηλιόδ.).