τρύγγας: Difference between revisions

From LSJ

Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei

Menander, Monostichoi, 148
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1155.png Seite 1155]] ὁ, ein Vogel, Arist. H. A. 8, 3, zw.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1155.png Seite 1155]] ὁ, ein Vogel, Arist. H. A. 8, 3, zw.
}}
{{elru
|elrutext='''τρύγγας:''' ὁ [[тринг]] (вид неизвестного нам животного, [[varia lectio|v.l.]] к [[πύγαργος]]) Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />ὁ, Α<br />[[είδος]] ζώου, ο [[πύγαργος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. θεωρείται ως δ. ή εσφ. τ. του [[πύγαργος]].<br /><b>(II)</b><br />ο, Ν<br /><b>ζωολ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] τών παρυδάτιων χαραδριόμορφων πτηνών τών γενών tringa και xenus της οικογένειας [[σκολοπακίδες]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />ὁ, Α<br />[[είδος]] ζώου, ο [[πύγαργος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. θεωρείται ως δ. ή εσφ. τ. του [[πύγαργος]].<br /><b>(II)</b><br />ο, Ν<br /><b>ζωολ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] τών παρυδάτιων χαραδριόμορφων πτηνών τών γενών tringa και xenus της οικογένειας [[σκολοπακίδες]].
}}
{{elru
|elrutext='''τρύγγας:''' ὁ [[тринг]] (вид неизвестного нам животного, [[varia lectio|v.l.]] к [[πύγαργος]]) Arst.
}}
}}

Revision as of 16:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρύγγας Medium diacritics: τρύγγας Low diacritics: τρύγγας Capitals: ΤΡΥΓΓΑΣ
Transliteration A: trýngas Transliteration B: tryngas Transliteration C: tryggas Beta Code: tru/ggas

English (LSJ)

ὁ, v.l. for πύγαργος, Arist.HA593b5.

German (Pape)

[Seite 1155] ὁ, ein Vogel, Arist. H. A. 8, 3, zw.

Russian (Dvoretsky)

τρύγγας:тринг (вид неизвестного нам животного, v.l. к πύγαργος) Arst.

Greek (Liddell-Scott)

τρύγγας: ὁ, διάφορ. γραφ. ἀντὶ πύγαργος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 13.

Greek Monolingual

(I)
ὁ, Α
είδος ζώου, ο πύγαργος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θεωρείται ως δ. ή εσφ. τ. του πύγαργος.
(II)
ο, Ν
ζωολ. κοινή ονομασία τών παρυδάτιων χαραδριόμορφων πτηνών τών γενών tringa και xenus της οικογένειας σκολοπακίδες.