φιλαναλωτής: Difference between revisions

From LSJ

Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλοςFelix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund

Menander, Monostichoi, 502
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui aime la dépense, prodigue.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[ἀναλίσκω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui aime la dépense, prodigue.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[ἀναλίσκω]].
}}
{{elru
|elrutext='''φιλανᾱλωτής:''' οῦ ὁ [[любитель расточать]]: φ. ἀλλοτρίων Plat. расточитель чужого добра.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φῐλᾰνᾱλωτής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που αγαπά τις δαπάνες, [[άσωτος]], με γεν. πράγμ., σε Πλάτ.
|lsmtext='''φῐλᾰνᾱλωτής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που αγαπά τις δαπάνες, [[άσωτος]], με γεν. πράγμ., σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''φιλανᾱλωτής:''' οῦ ὁ [[любитель расточать]]: φ. ἀλλοτρίων Plat. расточитель чужого добра.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=φῐλ-ᾰνᾱλωτής, οῦ, ὁ,<br />[[fond]] of spending, [[prodigal]] of, c. gen. rei, Plat.
|mdlsjtxt=φῐλ-ᾰνᾱλωτής, οῦ, ὁ,<br />[[fond]] of spending, [[prodigal]] of, c. gen. rei, Plat.
}}
}}

Revision as of 16:34, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φιλᾰνᾱλωτής Medium diacritics: φιλαναλωτής Low diacritics: φιλαναλωτής Capitals: ΦΙΛΑΝΑΛΩΤΗΣ
Transliteration A: philanalōtḗs Transliteration B: philanalōtēs Transliteration C: filanalotis Beta Code: filanalwth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, fond of spending, prodigal, c. gen. rei, φ. ἀλλοτρίων δἰ ἐπιθυμίαν Pl.R.548b; ἐς τοὺς στρατιώτας D.C.77.9.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui aime la dépense, prodigue.
Étymologie: φίλος, ἀναλίσκω.

Russian (Dvoretsky)

φιλανᾱλωτής: οῦ ὁ любитель расточать: φ. ἀλλοτρίων Plat. расточитель чужого добра.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλανᾱλωτής: -οῦ, ὁ, ὁ ἀγαπῶν νὰ δαπανᾷ, ἄσωτος, μετὰ γεν. πράγματος, φ. ἀλλοτρίων δι’ ἐπιθυμίαν Πλάτ. Πολ. 548Β· εἴς τι Δίων Κ. 77. 9.

Greek Monolingual

ὁ, Α
σπάταλος, άσωτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἀναλωτής «αυτός που δαπανά, που ξοδεύει» (< ἀναλίσκω)].

Greek Monotonic

φῐλᾰνᾱλωτής: -οῦ, ὁ, αυτός που αγαπά τις δαπάνες, άσωτος, με γεν. πράγμ., σε Πλάτ.

Middle Liddell

φῐλ-ᾰνᾱλωτής, οῦ, ὁ,
fond of spending, prodigal of, c. gen. rei, Plat.