φιλητός: Difference between revisions
εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />qui mérite d'être aimé ; aimé.<br />'''Étymologie:''' [[φιλέω]]. | |btext=ή, όν :<br />qui mérite d'être aimé ; aimé.<br />'''Étymologie:''' [[φιλέω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φιλητός:''' [adj. verb. к [[φιλέω]] любимый Arst. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φῐλητός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[φιλέω]], αυτός που αγαπιέται, αυτός που αξίζει [[αγάπη]], σε Αριστ.· <i>τὸ φιλητόν</i>, το [[αντικείμενο]] της αγάπης, στον ίδ. | |lsmtext='''φῐλητός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[φιλέω]], αυτός που αγαπιέται, αυτός που αξίζει [[αγάπη]], σε Αριστ.· <i>τὸ φιλητόν</i>, το [[αντικείμενο]] της αγάπης, στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=φῐλητός, ή, όν verb. adj. of [[φιλέω]]<br />to be [[loved]], [[worthy]] of [[love]], Arist.; τὸ φ. the [[object]] of [[love]], Arist. | |mdlsjtxt=φῐλητός, ή, όν verb. adj. of [[φιλέω]]<br />to be [[loved]], [[worthy]] of [[love]], Arist.; τὸ φ. the [[object]] of [[love]], Arist. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:35, 3 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, A to be loved, worthy of love, Id.EN1168a15; τὰ φ. objects of love, ib.1156a8. II Adv. -τῶς in a friendly spirit, Eust.1490.47.
German (Pape)
[Seite 1277] adj. verb. von φιλέω, geliebt, liebenswürdig, Arist. eth. 8, 2 u. Folgde.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui mérite d'être aimé ; aimé.
Étymologie: φιλέω.
Russian (Dvoretsky)
φιλητός: [adj. verb. к φιλέω любимый Arst.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλητός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ., ἄξιος ἀγάπης, ἀξιαγάπητος, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 9. 7, 6· τὸ φιλητόν, τὸ ἀγαπητόν, αὐτόθι 8. 2, 2. ― Ἐπίρρ. -τῶς, Εὐστ. 1490. 48.
Greek Monolingual
-ή, -όν, ΜΑ φιλῶ
αυτός που αξίζει να τον αγαπούν, αξιαγάπητος
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ φιλητά
αντικείμενα αγάπης.
επίρρ...
φιλητῶς Μ
αξιαγάπητα, με αξιαγάπητο τρόπο.
Greek Monotonic
φῐλητός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του φιλέω, αυτός που αγαπιέται, αυτός που αξίζει αγάπη, σε Αριστ.· τὸ φιλητόν, το αντικείμενο της αγάπης, στον ίδ.
Middle Liddell
φῐλητός, ή, όν verb. adj. of φιλέω
to be loved, worthy of love, Arist.; τὸ φ. the object of love, Arist.