φρενιτικός: Difference between revisions
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη → The first and best victory is to conquer self.
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1304.png Seite 1304]] an der [[φρενῖτις]] leidend, wahnsinnig, dessen Gehirn vom Fieber entzündet ist; S. Emp. pyrrh. 2, 231; Medic. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1304.png Seite 1304]] an der [[φρενῖτις]] leidend, wahnsinnig, dessen Gehirn vom Fieber entzündet ist; S. Emp. pyrrh. 2, 231; Medic. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φρενῑτικός:''' [[находящийся в горячечном бреду]], [[буйно помешанный]] Sext. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[φρενιτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[φρενῑτις]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις φρενικές παθήσεις<br /><b>2.</b> αυτός που πάσχει από [[φρενίτιδα]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ φρενιτικά</i><br />(ενν. <i>νοσήματα</i>) οι φρενικές νόσοι, οι φρενοπάθειες. | |mltxt=-ή, -ό / [[φρενιτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[φρενῑτις]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις φρενικές παθήσεις<br /><b>2.</b> αυτός που πάσχει από [[φρενίτιδα]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ φρενιτικά</i><br />(ενν. <i>νοσήματα</i>) οι φρενικές νόσοι, οι φρενοπάθειες. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:42, 3 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, suffering from φρενῖτις, Hp.Aph.4.72; τὰ φ. (sc. νοσήματα) Id.Epid.1.6, cf. Arr.Epict.2.15.3, Antyll. ap. Orib.9.22.3, Sor.2.1; φ. πυρετός Gal.17 (1).890:—φρενη [τικός] prob. in Phld.Mus.p.38K., cf. Lat. phreneticus.
German (Pape)
[Seite 1304] an der φρενῖτις leidend, wahnsinnig, dessen Gehirn vom Fieber entzündet ist; S. Emp. pyrrh. 2, 231; Medic.
Russian (Dvoretsky)
φρενῑτικός: находящийся в горячечном бреду, буйно помешанный Sext.
Greek (Liddell-Scott)
φρενιτῐκός: -ή, -όν, ὁ πάσχων ἐκ φρενίτιδος, Ἱππ. Ἀφορ. 1252· τὰ φρ. (ἐξυπακ. νοσήματα), ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιδημ. τὸ α΄, 944· ― φρενητικὸς εἶναι πλημμ. γραφ. παρὰ τῷ Ἐπικτ., Ὀρειβ., κλπ.· εἰ καὶ ἐν τῇ Λατ. ὁ τύπος phreneticus φαίνεται ὅτι εἶναι ὁ δόκιμος.
Greek Monolingual
-ή, -ό / φρενιτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ φρενῑτις
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις φρενικές παθήσεις
2. αυτός που πάσχει από φρενίτιδα
αρχ.
(το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ φρενιτικά
(ενν. νοσήματα) οι φρενικές νόσοι, οι φρενοπάθειες.