χλοάζω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ μὲν ἐστίχθαι εὐγενὲς κέκριται → being tattooed is esteemed a mark of nobility

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=germer.<br />'''Étymologie:''' [[χλόη]].
|btext=germer.<br />'''Étymologie:''' [[χλόη]].
}}
{{elru
|elrutext='''χλοάζω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[становиться зеленым]], [[зеленеть]] (τὰ φυτὰ χλοάζει Arst., Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[быть зеленым]]: ἡ χλοάζουσα [[χροιά]] Arst. зеленый цвет, зелень.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και [[χλοάω]] Α [[χλόη]]<br />[[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[χλοερός]], [[πρασινίζω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> έχω [[χρώμα]] πράσινο, όπως οι τρυφεροί βλαστοί («τῶν φυτῶν τὰ μὲν ἀεὶ τέθηλέ τε καὶ χλοάζει», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>χλοάζομαι</i><br />[[τρώω]] χλωρά χόρτα.
|mltxt=ΝΜΑ, και [[χλοάω]] Α [[χλόη]]<br />[[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[χλοερός]], [[πρασινίζω]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> έχω [[χρώμα]] πράσινο, όπως οι τρυφεροί βλαστοί («τῶν φυτῶν τὰ μὲν ἀεὶ τέθηλέ τε καὶ χλοάζει», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>χλοάζομαι</i><br />[[τρώω]] χλωρά χόρτα.
}}
{{elru
|elrutext='''χλοάζω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[становиться зеленым]], [[зеленеть]] (τὰ φυτὰ χλοάζει Arst., Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[быть зеленым]]: ἡ χλοάζουσα [[χροιά]] Arst. зеленый цвет, зелень.
}}
}}

Revision as of 16:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χλοάζω Medium diacritics: χλοάζω Low diacritics: χλοάζω Capitals: ΧΛΟΑΖΩ
Transliteration A: chloázō Transliteration B: chloazō Transliteration C: chloazo Beta Code: xloa/zw

English (LSJ)

(χλόη) A to be bright green, Arist.Mir.846b13: especially of plants, Corn.ND28, Plu.2.517d, Gp.11.18.8; τὸ χλοάζον πᾶν Ael. VH3.1. II sprout, bud, Nic.Th.576; σπέρμα παρ' ἀτραπιτοῖσι χλοάζον ib.917. III Med., feed on grass, Hippiatr.97. IV metaph., ἄρτι χλοαζούσας αὐλητρίδας budding, cj. for χνο- in Metag.4.3 (hex.).

German (Pape)

[Seite 1359] junge Keime od. Sprossen treiben, grünen, bes. grüngelb, wie die jungen Keime aussehen; φολὶς χλοάζουσα Arist. mirab. 178; Nic. Th. 147. 576.

French (Bailly abrégé)

germer.
Étymologie: χλόη.

Russian (Dvoretsky)

χλοάζω:
1) становиться зеленым, зеленеть (τὰ φυτὰ χλοάζει Arst., Plut.);
2) быть зеленым: ἡ χλοάζουσα χροιά Arst. зеленый цвет, зелень.

Greek (Liddell-Scott)

χλοάζω: μέλλ. άσω, (χλόη) εἶμαι ἢ γίνομαι χλοερός, πρασινίζω, ἐπὶ νέων φυτῶν, Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 1, 5., 1. 5, 10˙- ἐπὶ χρώματος, εἶμαι ζωηρῶς πράσινος, αὐτόθι 2. 8, 1, περὶ Θαυμ. 164, Νικ. Θηρ. 576. ΙΙ. Μέσ., τρέφομαι ἐκ χλόης, τρώγω χλόην, δηλ. χόρτον χλωρόν, Ἱππιατρ. κτλ.- Καθ’ Ἡσύχ.: «χλοάζει˙ ἀνθηρός ἐστιν, ἀνθηρεύεται», καί: «χλοάζεσθαι˙ γαστρίζεσθαι», καί: «χλοάσουσι˙ βλαστήσουσιν».

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και χλοάω Α χλόη
είμαι ή γίνομαι χλοερός, πρασινίζω
μσν.-αρχ.
1. έχω χρώμα πράσινο, όπως οι τρυφεροί βλαστοί («τῶν φυτῶν τὰ μὲν ἀεὶ τέθηλέ τε καὶ χλοάζει», Πλούτ.)
2. μέσ. χλοάζομαι
τρώω χλωρά χόρτα.