χορδεύω: Difference between revisions
ὀφθαλμοὶ γὰρ τῶν ὤτων ἀκριβέστεροι μάρτυρες → the eyes are more accurate witnesses than the ears, the eyes are more exact witnesses than the ears
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=faire du boudin ; <i>fig.</i> χ. τὰ πράγματα manipuler les affaires publiques comme de la chair à andouille.<br />'''Étymologie:''' [[χορδή]]. | |btext=faire du boudin ; <i>fig.</i> χ. τὰ πράγματα manipuler les affaires publiques comme de la chair à andouille.<br />'''Étymologie:''' [[χορδή]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χορδεύω:''' [[приготовлять колбасы]]: χ. τὰ πράγματα ἅπαντα ирон. Arph. ворочать государственными делами. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χορδεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, φτιάχνω λουκάνικα· μεταφ., [[χορδεύω]] τὰ πράγματα, φτιάχνω [[κρεατόπιτα]], από διάφορα κομμάτια κρέατος, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''χορδεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, φτιάχνω λουκάνικα· μεταφ., [[χορδεύω]] τὰ πράγματα, φτιάχνω [[κρεατόπιτα]], από διάφορα κομμάτια κρέατος, σε Αριστοφ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[χορδεύω]],<br />to make [[into]] sausages: metaph., χ. τὰ πράγματα to make [[mince]]-[[meat]] of [[state]]-affairs, Ar. | |mdlsjtxt=[[χορδεύω]],<br />to make [[into]] sausages: metaph., χ. τὰ πράγματα to make [[mince]]-[[meat]] of [[state]]-affairs, Ar. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:02, 3 October 2022
English (LSJ)
make into sausages: metaph., χ. τὰ πράγματα make mince-meat of state-affairs, ib.214.
French (Bailly abrégé)
faire du boudin ; fig. χ. τὰ πράγματα manipuler les affaires publiques comme de la chair à andouille.
Étymologie: χορδή.
Russian (Dvoretsky)
χορδεύω: приготовлять колбасы: χ. τὰ πράγματα ἅπαντα ирон. Arph. ворочать государственными делами.
Greek (Liddell-Scott)
χορδεύω: κατασκευάζω ἀλλᾶντας· μεταφ. χ. τὰ πράγματα, «χόρδευε, τέμνε, τουτέστι σύμπλεκε ἀλλήλοις καὶ συγκυκα· τὰ γὰρ ἔντερα τῶν τετραπόδων χορδὰς καλοῦσιν. ἀπὸ τῆς τέχνης οὖν τοῦ ἀλλαντοπώλου τὸ ὄνομα εἴρηται. ὥσπερ γὰρ γεμίζεις καὶ πληροῖς τὰ ἔντερα παντὸς τοῦ φυράματος, οὕτω χόρδευε καὶ τάραττε καὶ τὰ πολιτικὰ, καὶ συντάραττε καὶ σύμφυρε τὰ πράγματα» (Σουΐδ.). Ἀριστ. Ἱππ. 214· πρβλ. καταχορδεύω.
Greek Monolingual
ΜΑ χορδή
κατασκευάζω λουκάνικα ή πλέκω έντερα.
Greek Monotonic
χορδεύω: μέλ. -σω, φτιάχνω λουκάνικα· μεταφ., χορδεύω τὰ πράγματα, φτιάχνω κρεατόπιτα, από διάφορα κομμάτια κρέατος, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
χορδεύω,
to make into sausages: metaph., χ. τὰ πράγματα to make mince-meat of state-affairs, Ar.