ψιττάκη: Difference between revisions
ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1400.png Seite 1400]] ἡ, = [[σιττάκη]], Arist. H. A. 8, 12, s. [[ψίττακος]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1400.png Seite 1400]] ἡ, = [[σιττάκη]], Arist. H. A. 8, 12, s. [[ψίττακος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ψιττάκη:''' (ᾰ) ἡ Arst. = [[ψιττακός]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[σιτάκη]] και [[σιττάκη]], ἡ, Α<br />[[ψιττακός]], [[παπαγάλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[ψιττάκη]] / [[σιττάκη]], όπως και το αρσ. [[ψιττακός]] / [[σιττακός]], [[είναι]] [[δάνειο]] ανατολικής προέλευσης, πιθ. ινδικής, από όπου, [[κατά]] πολλούς, και η [[καταγωγή]] του πουλιού. Η [[σύνδεση]] τών τ. με το αρχ. ινδ. <i>šuka</i>- «[[παπαγάλος]]» δεν θεωρείται πιθανή]. | |mltxt=και [[σιτάκη]] και [[σιττάκη]], ἡ, Α<br />[[ψιττακός]], [[παπαγάλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[ψιττάκη]] / [[σιττάκη]], όπως και το αρσ. [[ψιττακός]] / [[σιττακός]], [[είναι]] [[δάνειο]] ανατολικής προέλευσης, πιθ. ινδικής, από όπου, [[κατά]] πολλούς, και η [[καταγωγή]] του πουλιού. Η [[σύνδεση]] τών τ. με το αρχ. ινδ. <i>šuka</i>- «[[παπαγάλος]]» δεν θεωρείται πιθανή]. | ||
}} | }} | ||
{{FriskDe | {{FriskDe | ||
|ftr='''ψιττάκη''': {psittákē}<br />'''Forms''': [[ψιττακός]] (Akz. nach Hdn. Gr. 1, 150) m. (Kall., Plu., D.S. usw.), auch [[σιττακός]] (Phld., Arr.; -άκη Arist. [[varia lectio|v.l.]]), [[βίττακος]] (s.d.), [[σίττας]]· [[ὄρνις]] [[ποιός]]. [[ἔνιοι]] δὲ τὸν ψιττακὸν λέγουσιν H.<br />'''Grammar''': f. (Arist.),<br />'''Meaning''': [[Papagei]];<br />'''Etymology''': Fremdwort orient. Ursprungs, letzten Endes wohl zu aind. ''śúka''- m. [[Papagei]], s. Schrader-Nehring Reallex. 2, 152 f. Lat. LW ''psittacus'' > nhd. ''Sittich''.<br />'''Page''' 2,1139 | |ftr='''ψιττάκη''': {psittákē}<br />'''Forms''': [[ψιττακός]] (Akz. nach Hdn. Gr. 1, 150) m. (Kall., Plu., D.S. usw.), auch [[σιττακός]] (Phld., Arr.; -άκη Arist. [[varia lectio|v.l.]]), [[βίττακος]] (s.d.), [[σίττας]]· [[ὄρνις]] [[ποιός]]. [[ἔνιοι]] δὲ τὸν ψιττακὸν λέγουσιν H.<br />'''Grammar''': f. (Arist.),<br />'''Meaning''': [[Papagei]];<br />'''Etymology''': Fremdwort orient. Ursprungs, letzten Endes wohl zu aind. ''śúka''- m. [[Papagei]], s. Schrader-Nehring Reallex. 2, 152 f. Lat. LW ''psittacus'' > nhd. ''Sittich''.<br />'''Page''' 2,1139 | ||
}} | }} |
Revision as of 17:05, 3 October 2022
English (LSJ)
ἡ, v. ψιττακός.
German (Pape)
[Seite 1400] ἡ, = σιττάκη, Arist. H. A. 8, 12, s. ψίττακος.
Russian (Dvoretsky)
ψιττάκη: (ᾰ) ἡ Arst. = ψιττακός.
Greek (Liddell-Scott)
ψιττάκη: ἴδε ἐν λέξ. ψιττακός.
Greek Monolingual
και σιτάκη και σιττάκη, ἡ, Α
ψιττακός, παπαγάλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ψιττάκη / σιττάκη, όπως και το αρσ. ψιττακός / σιττακός, είναι δάνειο ανατολικής προέλευσης, πιθ. ινδικής, από όπου, κατά πολλούς, και η καταγωγή του πουλιού. Η σύνδεση τών τ. με το αρχ. ινδ. šuka- «παπαγάλος» δεν θεωρείται πιθανή].
Frisk Etymology German
ψιττάκη: {psittákē}
Forms: ψιττακός (Akz. nach Hdn. Gr. 1, 150) m. (Kall., Plu., D.S. usw.), auch σιττακός (Phld., Arr.; -άκη Arist. v.l.), βίττακος (s.d.), σίττας· ὄρνις ποιός. ἔνιοι δὲ τὸν ψιττακὸν λέγουσιν H.
Grammar: f. (Arist.),
Meaning: Papagei;
Etymology: Fremdwort orient. Ursprungs, letzten Endes wohl zu aind. śúka- m. Papagei, s. Schrader-Nehring Reallex. 2, 152 f. Lat. LW psittacus > nhd. Sittich.
Page 2,1139