ἀκανθολόγος: Difference between revisions

From LSJ

Ψυχῆς νοσούσης ἐστὶ φάρμακον λόγος → Sermo medela est animi ad aegrimonias → Der kranken Seele Heilungsmittel ist das Wort

Menander, Monostichoi, 550
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui recherche des arguties (<i>litt.</i> des épines).<br />'''Étymologie:''' [[ἄκανθα]], [[λέγω]]².
|btext=ος, ον :<br />qui recherche des arguties (<i>litt.</i> des épines).<br />'''Étymologie:''' [[ἄκανθα]], [[λέγω]]².
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκανθολόγος:''' подбирающий шипы, т. е. придирчивый (ποιητῶν [[φῦλον]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀκανθολόγος:''' -ον ([[λέγω]]), αυτός που συλλέγει αγκάθια, σκωπτικό όνομα των σχολαστικών, λεπτολόγων συζητητών, σε Ανθ.
|lsmtext='''ἀκανθολόγος:''' -ον ([[λέγω]]), αυτός που συλλέγει αγκάθια, σκωπτικό όνομα των σχολαστικών, λεπτολόγων συζητητών, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκανθολόγος:''' подбирающий шипы, т. е. придирчивый (ποιητῶν [[φῦλον]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[λέγω]]<br />[[gathering]] thorns, [[nickname]] of quibblers, Anth.
|mdlsjtxt=[[λέγω]]<br />[[gathering]] thorns, [[nickname]] of quibblers, Anth.
}}
}}

Revision as of 17:15, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκανθολόγος Medium diacritics: ἀκανθολόγος Low diacritics: ακανθολόγος Capitals: ΑΚΑΝΘΟΛΟΓΟΣ
Transliteration A: akanthológos Transliteration B: akanthologos Transliteration C: akanthologos Beta Code: a)kanqolo/gos

English (LSJ)

ον, gathering thorns, nickname of quibblers (cf. ἄκανθα 7), AP11.20 (Antip. Thess.), 347 (Phil.).

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [ᾰ-]
que escoge asuntos espinosos ποιηταί AP 11.20 (Antip.Thess.), 347 (Phil.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui recherche des arguties (litt. des épines).
Étymologie: ἄκανθα, λέγω².

Russian (Dvoretsky)

ἀκανθολόγος: подбирающий шипы, т. е. придирчивый (ποιητῶν φῦλον Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκανθολόγος: -ον, ὁ συνάγων, συλλέγων ἀκάνθας, σκωπτικὸν ἐπώνυμον τῶν σμικρολόγων συζητητῶν, Ἀνθ. Π. 11. 20 καὶ 347· πρβλ. ἄκανθα, Ι. 4.

Greek Monolingual

-ον (Μ ἀκανθολόγος)
1. αυτός που μαζεύει αγκάθια
2. μτφ. ο μικρολόγος συζητητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκανθα + -λόγος < λέγω «συλλέγω».
ΠΑΡ. νεοελλ. ακανθολογώ].

Greek Monotonic

ἀκανθολόγος: -ον (λέγω), αυτός που συλλέγει αγκάθια, σκωπτικό όνομα των σχολαστικών, λεπτολόγων συζητητών, σε Ανθ.

Middle Liddell

λέγω
gathering thorns, nickname of quibblers, Anth.