ἀκλήρωτος: Difference between revisions
νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui n’a pas sa part de, gén.;<br /><b>2</b> non distribué en lots;<br /><b>3</b> sans partage par le sort.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[κληρόω]]. | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui n’a pas sa part de, gén.;<br /><b>2</b> non distribué en lots;<br /><b>3</b> sans partage par le sort.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[κληρόω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀκλήρωτος:''' дор. [[ἀκλάρωτος]] 2 (λᾱ)<br /><b class="num">1)</b> [[не имеющий доли]] (τινος Pind.);<br /><b class="num">2)</b> [[не распределенный по жребию]] Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀκλήρωτος:''' -ον ([[κληρόω]]), αυτός που δεν έχει κλήρο ή [[μερίδιο]] σε [[κάτι]], με γεν., σε Πίνδ. | |lsmtext='''ἀκλήρωτος:''' -ον ([[κληρόω]]), αυτός που δεν έχει κλήρο ή [[μερίδιο]] σε [[κάτι]], με γεν., σε Πίνδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[κληρόω]]<br />without lot or [[portion]] in a [[thing]], c. gen., Pind. | |mdlsjtxt=[[κληρόω]]<br />without lot or [[portion]] in a [[thing]], c. gen., Pind. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:15, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, A without lot or portion in a thing, c. gen., χώρας ἀκλάρωτος Pi.O.7.59. 2 without casting lots, D.C.Fr.62. II not distributed in lots, Plu.2.231e.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): dór. ἀκλάρ- Pi.O.7.59
1 privado de lote c. gen. χώρας Pi.l.c., abs. ἀκλήρωτον μένειν D.C.57.52.
2 de la tierra no repartido en lotes χώρα Plu.2.231d.
3 de pers. no sorteado, no elegido por sorteo προφήτης καὶ κωτάρχης αὐτοέτης καὶ ἀ. Didyma 286.2, cf. 236B.3 (ambas II d.C.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui n’a pas sa part de, gén.;
2 non distribué en lots;
3 sans partage par le sort.
Étymologie: ἀ, κληρόω.
Russian (Dvoretsky)
ἀκλήρωτος: дор. ἀκλάρωτος 2 (λᾱ)
1) не имеющий доли (τινος Pind.);
2) не распределенный по жребию Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκλήρωτος: -ον, ἄνευ κλήρου ἢ μερίδος ἔν τινι πράγματι, μ. γεν., χώρας ἀκλάρωτος, Πινδ. Ο. 7. 108. 2) ἄνευ τῆς χρήσεως κλήρου, Δίων Κ. Ἀποσπ. 62. ΙΙ. ὁ μὴ διὰ κλήρου διαμοιρασθείς, Πλούτ. 2. 231Ε.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκλήρωτος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που δεν κληρώθηκε, δεν τέθηκε σε κλήρωση
2. αυτός που δεν διανεμήθηκε με κλήρο
αρχ.
1. αυτός που δεν έχει κλήρο, μερίδιο σε κάτι
2. αυτός που δεν διανεμήθηκε σε κλήρους, σε μερίδια
3. επίρρ. ἀκληρωτεὶ ή -τί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + κληρωτὸς < κληρῶ.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκληρωτεί.
Greek Monotonic
ἀκλήρωτος: -ον (κληρόω), αυτός που δεν έχει κλήρο ή μερίδιο σε κάτι, με γεν., σε Πίνδ.