ἀκτέον: Difference between revisions
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[hay que llevar]] τινὰς ἐπὶ τὴν θείαν Pl.<i>R</i>.467e<br /><b class="num">•</b>[[hay que traer]] τοῦτο ... εἰς ὑπόμνησιν Apollon.Cit.3.29<br /><b class="num">•</b>intr. c. sent. hostil [[hay que atacar]] ἐπὶ τοὺς ἄνδρας X.<i>HG</i> 6.4.5.<br /><b class="num">2</b> [[hay que mantener]] εἰρήνην And.3.40, D.8.5.<br /><b class="num">3</b> medic. [[hay que tratar]] τινὰς τρυφερώτερον Sor.98.29. | |dgtxt=<b class="num">1</b> [[hay que llevar]] τινὰς ἐπὶ τὴν θείαν Pl.<i>R</i>.467e<br /><b class="num">•</b>[[hay que traer]] τοῦτο ... εἰς ὑπόμνησιν Apollon.Cit.3.29<br /><b class="num">•</b>intr. c. sent. hostil [[hay que atacar]] ἐπὶ τοὺς ἄνδρας X.<i>HG</i> 6.4.5.<br /><b class="num">2</b> [[hay que mantener]] εἰρήνην And.3.40, D.8.5.<br /><b class="num">3</b> medic. [[hay que tratar]] τινὰς τρυφερώτερον Sor.98.29. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀκτέον:''' adj. verb. κ [[ἄγω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀκτέον:''' ρημ. επίθ. του [[ἄγω]],<br /><b class="num">I.</b> αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να οδηγεί, σε Πλάτ. κ.λπ.· εἰρήνην [[ἀκτέον]], [[κάποιος]] πρέπει να διαφυλάσσει την [[ειρήνη]], σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> αυτό στο οποίο πρέπει [[κάποιος]] να [[πάει]] ή να οδεύσει, να προχωρήσει, σε Ξεν. | |lsmtext='''ἀκτέον:''' ρημ. επίθ. του [[ἄγω]],<br /><b class="num">I.</b> αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να οδηγεί, σε Πλάτ. κ.λπ.· εἰρήνην [[ἀκτέον]], [[κάποιος]] πρέπει να διαφυλάσσει την [[ειρήνη]], σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> αυτό στο οποίο πρέπει [[κάποιος]] να [[πάει]] ή να οδεύσει, να προχωρήσει, σε Ξεν. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:20, 3 October 2022
English (LSJ)
(ἄγω) A one must lead, Pl.R.467e, etc.; one must treat, τινὰς τρυφερώτερον Sor.2.9; one must bring, εἰς ὑπόμνησιν Apollon.Cit. 3. 2 εἰρήνην ἀκτέον one must keep peace, And.3.40, D.8.5. II one must go, march, X.HG6.4.5. III Adj., ἀκτέος, α, ον, to be drawn, γραμμαί Gal.16.406; to be led away, ἐπὶ τὸ κολασθῆναι D.23 Arg.2.3.
Spanish (DGE)
1 hay que llevar τινὰς ἐπὶ τὴν θείαν Pl.R.467e
•hay que traer τοῦτο ... εἰς ὑπόμνησιν Apollon.Cit.3.29
•intr. c. sent. hostil hay que atacar ἐπὶ τοὺς ἄνδρας X.HG 6.4.5.
2 hay que mantener εἰρήνην And.3.40, D.8.5.
3 medic. hay que tratar τινὰς τρυφερώτερον Sor.98.29.
Russian (Dvoretsky)
ἀκτέον: adj. verb. κ ἄγω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκτέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἄγω, πρέπει τις να ἄγη, ὁδηγῆ, Πλάτ. Πολ. 467Ε, κτλ.· εἰρήνην ἀκτέον, πρέπει τις νά τηρῇ εἰρήνην, Ἀνδοκ. 28. 28, Δημ. 91.11. ΙΙ. πρέπει νὰ ὑπάγῃ τις ἢ νὰ ἐλάσῃ, Ξεν. Ἑλλ. 6. 4, 5.
Greek Monotonic
ἀκτέον: ρημ. επίθ. του ἄγω,
I. αυτό που πρέπει κάποιος να οδηγεί, σε Πλάτ. κ.λπ.· εἰρήνην ἀκτέον, κάποιος πρέπει να διαφυλάσσει την ειρήνη, σε Δημ.
II. αυτό στο οποίο πρέπει κάποιος να πάει ή να οδεύσει, να προχωρήσει, σε Ξεν.