ἀμετάκλητος: Difference between revisions
Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0122.png Seite 122]] unwiderruflich; [[ὁρμή]] Pol. 37. 2. 7. unaufhaltsam. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0122.png Seite 122]] unwiderruflich; [[ὁρμή]] Pol. 37. 2. 7. unaufhaltsam. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀμετάκλητος:''' [[бесповоротный]], [[неудержимый]] (ὁρμη Polyb.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμετάκλητος]], -ον) [[μετακαλῶ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν ανακλήθηκε ή δεν [[είναι]] δυνατό να ανακληθεί, [[ανέκκλητος]], [[οριστικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δεν [[είναι]] δυνατό να τον αναστείλει, να τον εμποδίσει [[κανείς]], [[ακράτητος]], [[ακατάσχετος]]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμετάκλητος]], -ον) [[μετακαλῶ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν ανακλήθηκε ή δεν [[είναι]] δυνατό να ανακληθεί, [[ανέκκλητος]], [[οριστικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δεν [[είναι]] δυνατό να τον αναστείλει, να τον εμποδίσει [[κανείς]], [[ακράτητος]], [[ακατάσχετος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:20, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, irrevocable, uncontrollable, ὁρμή Plb.36.15.7; ὀργή Hld.2.10 (v.l. -βλητος).
Spanish (DGE)
-ον
irrecuperable, irrevocable ἡλικίη AP 12.30 (Alc.Mess.), ὁρμή Plb.36.15.7, cf. Hsch.s.u. ἀναφαιρέτων.
German (Pape)
[Seite 122] unwiderruflich; ὁρμή Pol. 37. 2. 7. unaufhaltsam.
Russian (Dvoretsky)
ἀμετάκλητος: бесповоротный, неудержимый (ὁρμη Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμετάκλητος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ μετακαλέσῃ, ἀκατάσχετος, ἀμετάκλητον ὁρμὴν ἔσχεν, ἀκατάσχετον, Πολύβ. 37. 2, 7, Ἡλιόδ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀμετάκλητος, -ον) μετακαλῶ
νεοελλ.
αυτός που δεν ανακλήθηκε ή δεν είναι δυνατό να ανακληθεί, ανέκκλητος, οριστικός
αρχ.
αυτός που δεν είναι δυνατό να τον αναστείλει, να τον εμποδίσει κανείς, ακράτητος, ακατάσχετος.