ἀμφίβουλος: Difference between revisions

From LSJ

Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr

Menander, Monostichoi, 323
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui balance entre deux avis, incertain.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], [[βουλή]].
|btext=ος, ον :<br />qui balance entre deux avis, incertain.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], [[βουλή]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμφίβουλος:''' [[колеблющийся]], [[нерешительный]]: ἀ. θομοῦσθαι πόλει Aesch. не решив (еще), обрушить ли свой гнев на город (Афины).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀμφίβουλος:''' -ον ([[βουλή]]), διχασμένος ως προς το να πράξει [[κάτι]], με απαρ., σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ἀμφίβουλος:''' -ον ([[βουλή]]), διχασμένος ως προς το να πράξει [[κάτι]], με απαρ., σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμφίβουλος:''' [[колеблющийся]], [[нерешительный]]: ἀ. θομοῦσθαι πόλει Aesch. не решив (еще), обрушить ли свой гнев на город (Афины).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 17:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφίβουλος Medium diacritics: ἀμφίβουλος Low diacritics: αμφίβουλος Capitals: ΑΜΦΙΒΟΥΛΟΣ
Transliteration A: amphíboulos Transliteration B: amphiboulos Transliteration C: amfivoulos Beta Code: a)mfi/boulos

English (LSJ)

ον, double-minded: c. inf., half-minded to do, A.Eu. 733 (cj. Turneb.).

Spanish (DGE)

-ον
que vacila, dudoso c. inf. ἀμφίβουλος ... θυμοῦσθαι A.Eu.733.

German (Pape)

[Seite 137] unschlüssig, Aesch. Eum. 703, θυμοῦσθαι, ob ich zürnen soll.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui balance entre deux avis, incertain.
Étymologie: ἀμφί, βουλή.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφίβουλος: колеблющийся, нерешительный: ἀ. θομοῦσθαι πόλει Aesch. не решив (еще), обрушить ли свой гнев на город (Афины).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίβουλος: -ον, δίγνωμος, μετ’ ἀπαρ., ἀναποφάσιστος νὰ πράξῃ τι, Αἰσχύλ. Εὐμ. 733.

Greek Monolingual

ἀμφίβουλος, -ον (Α)
αυτός που ταλαντεύεται ανάμεσα σε δύο βουλές, γνώμες, δίγνωμος, διστακτικός, αναποφάσιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + βουλή.

Greek Monotonic

ἀμφίβουλος: -ον (βουλή), διχασμένος ως προς το να πράξει κάτι, με απαρ., σε Αισχύλ.

Middle Liddell

βουλή
half-minded to do a thing, c. inf., Aesch.

English (Woodhouse)

doubtful, hesitating, undecided, wavering

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)