ἀναστέφω: Difference between revisions

From LSJ

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>pf. Pass.</i> ἀνέστεμμαι;<br />couronner ; <i>Pass.</i> ἀνέστεμμαι [[κάρα]] φύλλοις EUR j’ai la tête couronnée de feuilles.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[στέφω]].
|btext=<i>pf. Pass.</i> ἀνέστεμμαι;<br />couronner ; <i>Pass.</i> ἀνέστεμμαι [[κάρα]] φύλλοις EUR j’ai la tête couronnée de feuilles.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[στέφω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναστέφω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[увенчивать]], [[венчать]] (τὸν κρᾶτά τινος Eur.; τοὺς νικῶντας σελίνοις Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[увивать]], [[обвивать]] (τὰς θύρας [[δάφνη]] Plut.): [[κλάδος]] ἐλαίας ἐρίῳ ἀνεστεμμένος Plut. масличная ветвь, перевитая шерстью.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀναστέφω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[στεφανώνω]], [[κρᾶτα]], σε Ευρ. — Παθ., ἀνέστεμμαι [[κάρα]] φύλλοις, έχω στεφανωμένο το [[κεφάλι]] μου με φύλλα, στον ίδ.
|lsmtext='''ἀναστέφω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[στεφανώνω]], [[κρᾶτα]], σε Ευρ. — Παθ., ἀνέστεμμαι [[κάρα]] φύλλοις, έχω στεφανωμένο το [[κεφάλι]] μου με φύλλα, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναστέφω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[увенчивать]], [[венчать]] (τὸν κρᾶτά τινος Eur.; τοὺς νικῶντας σελίνοις Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[увивать]], [[обвивать]] (τὰς θύρας [[δάφνη]] Plut.): [[κλάδος]] ἐλαίας ἐρίῳ ἀνεστεμμένος Plut. масличная ветвь, перевитая шерстью.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />to [[crown]], [[wreath]], [[κρᾶτα]] Eur.:—Pass., ἀνέστεμμαι [[κάρα]] I [[have]] my [[head]] wreathed, Eur.
|mdlsjtxt=<br />to [[crown]], [[wreath]], [[κρᾶτα]] Eur.:—Pass., ἀνέστεμμαι [[κάρα]] I [[have]] my [[head]] wreathed, Eur.
}}
}}

Revision as of 17:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναστέφω Medium diacritics: ἀναστέφω Low diacritics: αναστέφω Capitals: ΑΝΑΣΤΕΦΩ
Transliteration A: anastéphō Transliteration B: anastephō Transliteration C: anastefo Beta Code: a)naste/fw

English (LSJ)

crown, wreath, τὸν σὸν κρᾶτα E.Fr.243; ἀ. στεφάνοισι ib.362.48; στόρνῃσιν Call.Hec.1.1.15:—Pass., ἀνέστεμμαι κάρα φύλλοις I have my head wreathed with leaves, E.Hipp.806; but also δάφνας κλῶνας ἀναστέφεται Epigr.Gr.786.

Spanish (DGE)

1 c. ac. y a veces dat. instrum. coronar σὸν κρᾶτ' E.Fr.241, τοὺς ... ἡγεμόνας Polyaen.5.12.1, τρίαιναν ὀρθὴν ... στεφάνοισι E.Fr.13.48M., (μιν) ... στόρνῃσιν Call.Fr.260.15, σελίνων, οἷς ἀναστέφουσι ... τοὺς νικῶντας Timae.118, cf. B.13.59.
2 en v. med. coronarse, ceñirse κάρα ... φύλλοις E.Hipp.806, δάφνας κλῶνας ἀναστέφεται se corona de ramas de laurel, Epigr.Gr.786, ἀκάνθῃ Clem.Al.Paed.2.8.75, c. gen. τῶν σελίνων ἀνεστέψατο Polyaen.5.12.1.

German (Pape)

[Seite 209] dasselbe, Plut. Thes. 22; pass. ἀνέστεμμαι κάρα φύλλοις Eur. Hipp. 806.

French (Bailly abrégé)

pf. Pass. ἀνέστεμμαι;
couronner ; Pass. ἀνέστεμμαι κάρα φύλλοις EUR j’ai la tête couronnée de feuilles.
Étymologie: ἀνά, στέφω.

Russian (Dvoretsky)

ἀναστέφω:
1) увенчивать, венчать (τὸν κρᾶτά τινος Eur.; τοὺς νικῶντας σελίνοις Plut.);
2) увивать, обвивать (τὰς θύρας δάφνη Plut.): κλάδος ἐλαίας ἐρίῳ ἀνεστεμμένος Plut. масличная ветвь, перевитая шерстью.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναστέφω: μέλλ. -ψω: ‒ στέφω, στεφανώνω: τὸν σὸν κρᾶτα Εὐρ. Ἀποσπ. 243· ἀν. στεφάνοισι αὐτόθι 362. 48: ‒ Παθ., ἀνέστεμμαι κάρα... φύλλοις, ἔχω τὴν κεφαλήν μου ἐστεμμένην διὰ φύλλων, ὁ αὐτὸς Ἱππ. 806. ΙΙ. δάφνας κλῶνας ἀναστέφεσθαι, περιτίθεσθαι στέφανον ἐκ κλωνῶν δάφνης, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 786.

Greek Monolingual

ἀναστέφω (Α) στέφω
βάζω στεφάνι στο κεφάλι κάποιου, στεφανώνω.

Greek Monotonic

ἀναστέφω: μέλ. -ψω, στεφανώνω, κρᾶτα, σε Ευρ. — Παθ., ἀνέστεμμαι κάρα φύλλοις, έχω στεφανωμένο το κεφάλι μου με φύλλα, στον ίδ.

Middle Liddell


to crown, wreath, κρᾶτα Eur.:—Pass., ἀνέστεμμαι κάρα I have my head wreathed, Eur.