ἀνδρογόνος: Difference between revisions

From LSJ

ὅνος λύρας ἀκούει κινῶν τά ὦτα → a donkey hears the lyre and wiggles its ears, caviar to the general

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui produit des hommes, <i>càd de</i>s enfants mâles.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνήρ]], [[γίγνομαι]].
|btext=ος, ον :<br />qui produit des hommes, <i>càd de</i>s enfants mâles.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνήρ]], [[γίγνομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνδρογόνος:''' [[благоприятствующий рождению мужского потомства]] ([[ἡμέρα]] Hes.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνδρογόνος:''' -ον ([[ἀνήρ]], γί-γνομαι), αυτός που γεννά άνδρες, σε Ησίοδ.
|lsmtext='''ἀνδρογόνος:''' -ον ([[ἀνήρ]], γί-γνομαι), αυτός που γεννά άνδρες, σε Ησίοδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνδρογόνος:''' [[благоприятствующий рождению мужского потомства]] ([[ἡμέρα]] Hes.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἀνήρ]], [[γίγνομαι]]<br />[[begetting]] males, Hes.
|mdlsjtxt=[[ἀνήρ]], [[γίγνομαι]]<br />[[begetting]] males, Hes.
}}
}}

Revision as of 17:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνδρογόνος Medium diacritics: ἀνδρογόνος Low diacritics: ανδρογόνος Capitals: ΑΝΔΡΟΓΟΝΟΣ
Transliteration A: androgónos Transliteration B: androgonos Transliteration C: androgonos Beta Code: a)ndrogo/nos

English (LSJ)

ον, begetting men, ἡμέρα ἀ. a day favourable for begetting (or for the birth of) male children, Hes. Op.783,788.

Spanish (DGE)

-ον
que favorece el nacimiento de varones (ἡμέρα) Hes.Op.783, 788, 794.

German (Pape)

[Seite 218] ἡμέρα Hes. O. 781, der Erzeugung von (Männern) Knaben günstig, Ggstz κούρῃ οὐ σύμφορός ἐστι γενέσθαι.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui produit des hommes, càd des enfants mâles.
Étymologie: ἀνήρ, γίγνομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀνδρογόνος: благоприятствующий рождению мужского потомства (ἡμέρα Hes.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδρογόνος: -ον, (ἡμέρα) ἀνδρογόνος, πρόσφορος πρὸς γέννησιν ἀρρένων τέκνων, Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 781, 786.

Greek Monolingual

-ο (Α ἀνδρογόνος, -ον)
νεοελλ.
βιολ. αυτός που συντελεί στην ανάπτυξη ανδρικών χαρακτηριστικών, αυτός που έχει αρρενοποιό δράση
2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα ανδρογόνα
α) (βιοχ.) ορμόνες με αρρενοποιό δράση
β) (βιοχ.-φαρμ.) χημικές ενώσεις ικανές να επαναφέρουν στη φυσιολογική κατάσταση δευτερεύοντες φυλετικούς χαρακτήρες
αρχ.
ευνοϊκός για τη γέννηση αρσενικών παιδιών.

Greek Monotonic

ἀνδρογόνος: -ον (ἀνήρ, γί-γνομαι), αυτός που γεννά άνδρες, σε Ησίοδ.

Middle Liddell

ἀνήρ, γίγνομαι
begetting males, Hes.