ἀνεπινόητος: Difference between revisions
Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0225.png Seite 225]] 1) unfähig, etwas zu begreifen, τινός, Diod. Sic. 2, 59. – 2) unbedacht, unbemerkt, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0225.png Seite 225]] 1) unfähig, etwas zu begreifen, τινός, Diod. Sic. 2, 59. – 2) unbedacht, unbemerkt, Sp. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνεπινόητος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[непонятный]], [[непостижимый]] ([[σημεῖον]] Sext.);<br /><b class="num">2)</b> [[не знающий]], [[незнакомый]] (τινος Diod.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀνεπινόητος]], -ον (AM)<br />αυτός που δεν [[είναι]] [[ικανός]] να κατανοήσει [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[δυσνόητος]]<br /><b>2.</b> ο [[ακατανόητος]]. | |mltxt=[[ἀνεπινόητος]], -ον (AM)<br />αυτός που δεν [[είναι]] [[ικανός]] να κατανοήσει [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[δυσνόητος]]<br /><b>2.</b> ο [[ακατανόητος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:45, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, A unintelligible, σημεῖα τοῖς ἄλλοις ἀ. D.S.19.94; inconceivable, unthinkable, S.E.P. 2.104, Dam.Pr.22. Adv. ἀνεπινοήτως = inconceivably, Procl. in Prm.p.864S., Id.in Ti.1.3D. 2 Act., having no experience of, τινός D.S.2.59. 3 = sine adinventione, Just.Nov.59.7.
Spanish (DGE)
-ον
I 1ininteligible σημεῖα D.S.19.94, S.E.P.2.104, Dam.Pr.22, ἡ φαντασία S.E.P.2.70, cf. Hsch.
2 desconocedor χυμῶν D.S.2.59.
II adv. ἀνεπινοήτως = de manera inconcebible ἔχει πως τὰς ... αἰτίας ... ἀφράστως καὶ ἀνεπινοήτως Procl.in Prm.1107.12, cf. S.E.P.3.145.
German (Pape)
[Seite 225] 1) unfähig, etwas zu begreifen, τινός, Diod. Sic. 2, 59. – 2) unbedacht, unbemerkt, Sp.
Russian (Dvoretsky)
ἀνεπινόητος:
1) непонятный, непостижимый (σημεῖον Sext.);
2) не знающий, незнакомый (τινος Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεπινόητος: -ον, ἀκατανόητος, ἀκατάληπτος, ἄγνωστος, καὶ κατὰ Συνέσ. «ὃν ἐπίνοια ἀνθρώπου χωρῆσαι οὐ δύναται», Διόδ. 2. 59, Σέξτ. Ἐμπ. π. Πυρρ. Ὑποτ. 2. 104. 2) ἀνίκανος νὰ ἐπινοήσῃ ἢ ν’ ἀντιληφθῇ, «τὰ κατὰ βίον ἀνεπινόητον» Γ. Παχυμ. Μ. Παλ. 5, σ. 236Β.
Greek Monolingual
ἀνεπινόητος, -ον (AM)
αυτός που δεν είναι ικανός να κατανοήσει κάτι
αρχ.
1. ο δυσνόητος
2. ο ακατανόητος.