ἀπολαυστός: Difference between revisions
ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />dont on peut jouir.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπολαύω]]. | |btext=ή, όν :<br />dont on peut jouir.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπολαύω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπολαυστός:''' [[могущий дать наслаждение]] Plut., Epicur. ap. Diog. L. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀπολαυστός:''' -όν, αυτός που απολαμβάνει ή μπορεί [[κάποιος]] να απολαύσει, [[απολαυστικός]], [[τερπνός]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''ἀπολαυστός:''' -όν, αυτός που απολαμβάνει ή μπορεί [[κάποιος]] να απολαύσει, [[απολαυστικός]], [[τερπνός]], σε Πλούτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[from [[ἀπολαύω]]<br />enjoyed, [[enjoyable]], Plut. | |mdlsjtxt=[from [[ἀπολαύω]]<br />enjoyed, [[enjoyable]], Plut. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:10, 3 October 2022
English (LSJ)
όν, enjoyed, enjoyable, Epicur.Ep.3p.60U., Phld.Ir.p.84 W., Ph.1.572, Diotog. ap.Stob.4.7.62, Plu.Comp.Arist.Cat.4.
Spanish (DGE)
-όν
agradable, placentero ἀπολαυστὸν ποιεῖ τὸ τῆς ζωῆς θνητόν Epicur.Ep.[4] 124, τὸ ... ἐπιθυμεῖν τῆς κολάσεως καθάπερ ἀπολαυστοῦ τινος el desear el castigo como algo agradable Phld.Ir.42.22, de la amistad PRoss.Georg.2.43.7 (II/III d.C.), πλοῦτος Plu.Comp.Arist.Cat.4, cf. Ph.1.572.
German (Pape)
[Seite 310] zu genießen, Plut. Arist. et Cat. 4.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
dont on peut jouir.
Étymologie: ἀπολαύω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπολαυστός: могущий дать наслаждение Plut., Epicur. ap. Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπολαυστός: -όν, ὅν ἀπολαύει τις ἤ δύναται νὰ ἀπολαύσῃ, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 124, Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 4.
Greek Monolingual
ἀπολαυστός, -ή, -όν (Α)
εκείνος που τον απολαμβάνει ή που είναι δυνατόν να τον απολαύσει κάποιος.
Greek Monotonic
ἀπολαυστός: -όν, αυτός που απολαμβάνει ή μπορεί κάποιος να απολαύσει, απολαυστικός, τερπνός, σε Πλούτ.