ἀπειρομεγέθης: Difference between revisions

From LSJ

φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0285.png Seite 285]] ες, unendlich groß, Euseb.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0285.png Seite 285]] ες, unendlich groß, Euseb.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπειρομεγέθης:''' [[бесконечно большой]] Sext.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες (AM [[ἀπειρομεγέθης]], -ους)<br />[[άπειρος]] [[κατά]] το [[μέγεθος]], ανυπολόγιστα [[μεγάλος]].
|mltxt=-ες (AM [[ἀπειρομεγέθης]], -ους)<br />[[άπειρος]] [[κατά]] το [[μέγεθος]], ανυπολόγιστα [[μεγάλος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπειρομεγέθης:''' [[бесконечно большой]] Sext.
}}
}}

Revision as of 18:10, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπειρομεγέθης Medium diacritics: ἀπειρομεγέθης Low diacritics: απειρομεγέθης Capitals: ΑΠΕΙΡΟΜΕΓΕΘΗΣ
Transliteration A: apeiromegéthēs Transliteration B: apeiromegethēs Transliteration C: apeiromegethis Beta Code: a)peiromege/qhs

English (LSJ)

ες, immensely large, S.E.P.3.44; διαστήματα Ph.1.605, cf. Cleom.2.1: metaph., χωρίον ἐπιστήμης Ph.1.627.

Spanish (DGE)

-ες
1 de enorme tamaño, inmenso διαστήματα Ph.1.605, κόσμος Cleom.2.1.69, 84, σῶμα S.E.P.3.44, de Dios φύσις Eus.DE 4.6
fig. ἀπὸ τοῦ ... ἀπειρομεγέθους ἐπιστήμης χωρίου Ph.1.627
subst. neutr. inmensidad τὸ ἀ. ... φύσεως Procop.Gaz.M.87.1933B.
2 adv. -ως de modo inmensamente grande Epiph.Const.Haer.76.40.

German (Pape)

[Seite 285] ες, unendlich groß, Euseb.

Russian (Dvoretsky)

ἀπειρομεγέθης: бесконечно большой Sext.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπειρομεγέθης: -ες, ὁ ἔχων ἄπειρον μέγεθος, ὁ καθ’ ὑπερβολὴν μέγας, Σεξτ. Ἐμπ. Π. 3. 44, Φίλων 1. 688, Κλεομήδ. 103. - Ἐπίρρ. -θως Ἐπιφάν. τ. 1. σ. 970C.

Greek Monolingual

-ες (AM ἀπειρομεγέθης, -ους)
άπειρος κατά το μέγεθος, ανυπολόγιστα μεγάλος.